Τι σημαίνει το spent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spent στο Αγγλικά.

Η λέξη spent στο Αγγλικά σημαίνει που ξοδεύτηκε, που δαπανήθηκε, άδειος, εξαντλημένος, ξοδεύω, καταβάλω, περνάω, περνώ, έξοδο, ξοδεύω, που έπιασε τόπο, που άξιζε τον κόπο, που αξιοποιήθηκε αποδοτικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spent

που ξοδεύτηκε, που δαπανήθηκε

adjective (money expended) (άγνωστο από ποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Janet looked at what she'd bought over the past month, she had to admit the amount spent was an awful lot.
Όταν η Τζάνετ είδε τι έχει αγοράσει τον τελευταίο μήνα, έπρεπε να παραδεχθεί πως το ποσό που ξόδεψε ήταν πραγματικά τεράστιο.

άδειος

adjective (empty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John poured the last of the wine and put the spent bottle in the recycling bin.
Ο Τζον σέρβιρε το κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι και έβαλε το άδειο μπουκάλι στον κάδο της ανακύκλωσης.

εξαντλημένος

adjective (physically exhausted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Amanda was spent after her run.

ξοδεύω

transitive verb (disburse money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government is going to spend this money on projects.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη σπαταλάς όλα τα χρήματά σου σε καλλυντικά.

καταβάλω

transitive verb (effort: use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You shouldn't spend so much effort on his projects.
Δεν χρειάζεται να καταβάλεις τόση προσπάθεια σε αυτά τα πρότζεκτ.

περνάω, περνώ

transitive verb (pass time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to spend the day with my family.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

έξοδο

noun (informal (money spent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His last big spend was on a tux. This year's spend on office supplies was twice that of last year.
Το τελευταίο μεγάλο έξοδό του ήταν ένα σμόκιν. Τα φετινά έξοδα για γραφική ύλη ήταν διπλάσια από τα περσινά.

ξοδεύω

intransitive verb (spend money)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You should stop spending and start saving.

που έπιασε τόπο

adjective (money: used for [sth] good or useful) (για χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που άξιζε τον κόπο

adjective (time: passed enjoyably) (ο χρόνος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I enjoyed the movie; that was two hours well spent.

που αξιοποιήθηκε αποδοτικά

adjective (time: used efficiently) (ο χρόνος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spent

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.