Τι σημαίνει το source στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης source στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του source στο Αγγλικά.

Η λέξη source στο Αγγλικά σημαίνει πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, πηγή, προμηθεύομαι, εναλλακτική πηγή ενέργειας, εναλλακτική πηγή ενέργειας, συχνή αιτία, κοινή αιτία, κοινή προέλευση, δεν θεωρώ δεδομένο, πηγή θερμότητας, πηγή φωτός, λογισμικό ανοικτού κώδικα, πηγή ενέργειας, κύρια πηγή, δεύτερη πηγή, κώδικας πηγής, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, πηγή, πηγή ενέργειας, πηγή εισοδήματος, πηγή υπερηφάνειας, πηγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης source

πηγή

noun (origin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the source of this information?
Ποια είναι η πηγή αυτής της πληροφορίας;

πηγή

noun (cause)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That child is a source of great joy for the whole family.
Εκείνο το παιδί αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς για όλη την οικογένεια.

πηγή

noun (reference, book)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Encyclopaedia Britannica is a respected reference source.
Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα είναι μια αξιόπιστη πηγή αναφοράς.

πηγή

noun (journalism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The article quoted three secret sources within the government.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένας καλός δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ποτέ τις πηγές του.

πηγή

noun (beginning of a stream, river)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The source of that river is in the mountains.
Η πηγή αυτού του ποταμού βρίσκεται στα βουνά.

προμηθεύομαι

transitive verb (obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Where did you source these pencils?
Που βρήκες αυτά τα μολύβια;

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (sustainable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (renewable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wind, solar, hydro and geothermal are all alternative sources of energy.

συχνή αιτία, κοινή αιτία

noun (reason: frequent)

Poorly built homes are a common source of law suits. The Internet is now a common source of information.
Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές.

κοινή προέλευση

noun (origin: shared)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All Indo-European languages are thought to come from a common source.

δεν θεωρώ δεδομένο

interjection (be sceptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't pay attention to anything he says: consider the source.

πηγή θερμότητας

noun ([sth] that generates warmth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our sun provides a heat source that makes life on this planet possible.

πηγή φωτός

noun ([sth] that produces light)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογισμικό ανοικτού κώδικα

adjective (computing: definable by users)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πηγή ενέργειας

noun ([sth] that supplies energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Given that oil supplies are finite, we need to find alternative power sources.

κύρια πηγή

noun (original or first-hand material)

The hand-written letters from the Spanish Civil War provided important primary sources for our study.

δεύτερη πηγή

noun (supplementary reading)

κώδικας πηγής

noun (computing: program instructions)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής

noun (language from which [sth] is translated)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή

noun (text from which [sth] is adapted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηγή ενέργειας

noun (oil, natural gas, sun, wind, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή εισοδήματος

noun (where income comes from)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή υπερηφάνειας

noun (reason to feel proud) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πηγή

noun (natural feature that supplies water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του source στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του source

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.