Τι σημαίνει το somar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης somar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του somar στο πορτογαλικά.
Η λέξη somar στο πορτογαλικά σημαίνει υπολογίζω, προσθέτω, αθροίζω, προσθέτω, ίσον, ανέρχομαι σε, προσθέτω, καταμετρώ, μετράω, μετρώ, αθροίζω, προσθέτω, προσθέτω, κάνω πρόσθεση, έχω άθροισμα, αθροίζω, προσθέτω, αθροίζω, ανέρχομαι σε κτ, συνδυάζω, συσσωρεύομαι, προσθέτω, συνδυάζω, κάνω, συντελώ στην πρόκληση, βάζω κάτω τα πράγματα, προσθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης somar
υπολογίζω(calcular o total) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω, αθροίζωverbo transitivo (matemática) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vou usar a calculadora para somar os números. Θα χρησιμοποιήσω κομπιουτεράκι για να προσθέσω (or: αθροίσω) τους αριθμούς. |
προσθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ίσονverbo transitivo (μαθηματικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dois e dois somam quatro. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
ανέρχομαι σε
Os gastos de alimentação e hospedagem somaram dez mil euros. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο λογαριασμός ίσως ανέρχεται σε μεγαλύτερο ποσό απ' όσο μπορείς να διαθέσεις. |
προσθέτω(matemática) (σπανίως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aprendi a somar quando estava no primeiro ano. Έμαθα να κάνω πρόσθεση όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού. |
καταμετρώ, μετράω, μετρώ(contar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward somou os votos. Ο Έντουαρτ καταμέτρησε τις ψήφους. |
αθροίζω, προσθέτωverbo transitivo (adicionar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O analista somou os resultados. |
προσθέτω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim planeja somar seu trabalho ao projeto. |
κάνω πρόσθεσηverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As crianças estão aprendendo a somar. Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση. |
έχω άθροισμα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Os lados opostos de um dado somam sete. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
αθροίζω, προσθέτωverbo transitivo (perfazer total) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se somar (or: totalizar) todas as quantias, dará muito dinheiro. Αν σουμάρεις (or: κάνεις σούμα) όλα τα ποσά, είναι πολλά χρήματα. |
αθροίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando você soma os números nessa coluna, você deve obter 500. Εάν αθροίσεις τους αριθμούς αυτής της στήλης, πρέπει να βγάλεις 500. |
ανέρχομαι σε κτ(fazer a soma) Όλα μαζί κάνουν περισσότερα από ότι μπορούμε να διαθέσουμε. |
συνδυάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συσσωρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσθέτω(matemática) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se você adicionar um e seis, o total é sete. |
συνδυάζω(κτ με κτ, κτ και κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combine a soma desta coluna com a soma daquela coluna para obter o total. Συνδύασε το ποσό απ΄αυτήν την στήλη με το ποσό από εκείνη τη στήλη για να δεις το συνολικό ποσό. |
κάνωverbo transitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dois e dois totalizam quatro. Δύο και δύο κάνουν τέσσερα. |
συντελώ στην πρόκλησηlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κάτω τα πράγματα(deduzir algo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Βάλε κάτω τα πράγματα και νομίζω θα ανακαλύψεις ποιος σου έστειλε την κάρτα του Αγίου Βαλεντίνου! |
προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του somar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του somar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.