Τι σημαίνει το soltar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soltar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soltar στο πορτογαλικά.

Η λέξη soltar στο πορτογαλικά σημαίνει αφήνω, λύνω, αφήνω, αποφυλακίζω, αφήνω, αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι, αφήνω, αφήνω, απελευθερώνω, ξεφλουδίζω, πετάω, κλείνω, χαλαρώνω, αποφυλακίζω, λύνω, μαλακώνω, στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ, παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ, αποδεσμεύω, ελευθερώνω, αποφυλακίζω, ξεκολλάω, ξεκολλώ, απελευθερώνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, λύνω, ξεδένω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, χαλαρώνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξαπολύω, ξετυλίγω, ξεμπερδεύω, πετώ, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ξετυλίγω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνω, λύνω, ξετυλίγω, είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος, λύνω, ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, το σκάω, πετάω, σπάω, ξεπληρώνω, ξεχρεώνω, λύνω, κλάνω, ξεβάφω, αποσυνδέομαι, αποσπώμαι, χαλαρώνω, χαλαρώνω, ηρεμώ, αφήνω κπ ελεύθερο, αερίζομαι, την αμολάω, την αμολάω, πετάω χαρταετό, βάζω πλώρη, κρατάω γερά, δεν αφήνω, απελευθερώνομαι, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, βγάζω γλώσσα σε κπ, βγάζω καπνό, κομπιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soltar

αφήνω

verbo transitivo (desprender)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pai soltou a mão da filha quando ela viu a avó.
Ο πατέρας άφησε το χέρι της κόρης του όταν είδε τη γιαγιά.

λύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solte o freio de mão e ponha na primeira marcha agora.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

αφήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando você solta a marcha, o motor aciona.
Όταν αφήσεις το συμπλέκτη θα πάρει μπρος ο κινητήρας.

αποφυλακίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cadeia soltou (or: libertou) o prisioneiro depois de quatro anos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αφού έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά τους οι τρομοκράτες απελευθέρωσαν (or: ελευθέρωσαν) τους ομήρους.

αφήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não conseguia mais segurar a corda e tive de soltar.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

αφήνω

(αφήνω από τα χέρια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para diminuir a velocidade do carro, solte o pedal do acelerador.

αφήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me solta, seu brutamontes!
Άφησε με, παλιονταή!

αφήνω

verbo transitivo (κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles concordaram em soltar todos reféns.
Συμφώνησαν ν' απελευθερώσουν όλους τους ομήρους.

ξεφλουδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάω

verbo transitivo (figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη.

κλείνω

verbo transitivo (costura, pontos) (πόντους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um jeito de dar forma às mangas ao tricotar um suéter é soltar algumas linhas dos pontos no início de cada fileira.
Ένας τρόπος για να σχηματίσεις μανίκια όταν πλέκεις πουλόβερ είναι να κλείσεις συγκεκριμένο αριθμό βελονιών στην αρχή κάθε σειράς.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele soltou o pé do acelerador.
Χαλάρωσε το πόδι του απομακρύνοντάς το από το γκάζι του αυτοκινήτου.

αποφυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As autoridades soltaram o prisioneiro.

λύνω

(κόμπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλακώνω

verbo transitivo (figurado) (τα κόπρανα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os caçadores soltaram os cachorros para farejar.

παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você entrar naquele jardim, o dono irá soltar o cachorro em sua direção.

αποδεσμεύω, ελευθερώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφυλακίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O comitê de liberdade condicional soltou o homem da prisão.

ξεκολλάω, ξεκολλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τελικά ο Τζον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο και εξέφρασε τον θυμό του λέγοντας σε όλους στο γραφείο ακριβώς τι πίστευε για αυτούς.

λύνω, ξεδένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo finalmente libertou os prisioneiros políticos.
Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

A bateria descarregou energia elétrica.

εξαπολύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξετυλίγω, ξεμπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετώ, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoje não está ventando o suficiente para empinar pipa.

πετάω, πετώ, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apenas coloque esses papéis na minha mesa. Coloque esse solo aqui.

ξετυλίγω

(figurado, corda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκουμπώνω

(κουμπί κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκουμπώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

verbo transitivo (απελευθερώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguém desamarrou (or: soltou) os cavalos e eles fugiram.
Κάποιος έλυσε τα άλογα και αυτά έφυγαν.

ξετυλίγω

verbo transitivo (soltar de em volta de algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος

λύνω

(cachorro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο

verbo pronominal/reflexivo (figurado: desinibir-se)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το σκάω

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O cachorro do vizinho de porta se soltou de novo noite passada.

πετάω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπάω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A maçaneta ficou bamba e acabou se soltando.
Το χερούλι της πόρτας χαλάρωσε και εντέλει έσπασε.

ξεπληρώνω, ξεχρεώνω

(pagar dinheiro devido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(τα δεσμά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλάνω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu acho que o cachorro peidou, ele está com cheiro horrível.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Νομίζω ότι το σκυλί έκλασε. Βρωμάει.

ξεβάφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As meias vermelhas desbotaram na lavadoura.
Οι κόκκινες κάλτσες έβγαλαν χρώμα στην πλύση!

αποσυνδέομαι, αποσπώμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω, ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo (figurado, relaxar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω κπ ελεύθερο

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando eles viram que ele podia dar conta do trabalho, soltaram suas rédeas e ele rapidamente atingiu uma posição superior.
Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση.

αερίζομαι

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την αμολάω

(gíria, soltar gases) (αργκό: αερίζομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την αμολάω

expressão verbal (informal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω χαρταετό

βάζω πλώρη

expressão verbal (náutico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbo transitivo (recusar-se a liberar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απελευθερώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois de seis semanas no campo de treinamento, os recrutas estavam prontos para se soltarem (or: se libertarem, or: se liberarem) e tomar umas cervejas.

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

expressão verbal (gíria) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω γλώσσα σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω καπνό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dava para ver o motor soltando fumaça.
Μπορούσες να δεις τη μηχανή να καπνίζει.

κομπιάζω

expressão verbal (roupa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soltar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του soltar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.