Τι σημαίνει το savoir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης savoir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του savoir στο Γαλλικά.

Η λέξη savoir στο Γαλλικά σημαίνει ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, γνώση, ξέρω, ξέρω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, ξέρω, -, γνώσεις, ξέρω, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, χωρίς τίποτα να κάνω, υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες, εθιμοτυπία, ετικέτα, τεχνική ικανότητα, τεχνογνωσία, savoir-faire, κοινωνικές δεξιότητες, δεξιότητες καθημερινής ζωής, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, αστείρευτη πηγή, ανατροφή, απρέπεια, που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ, μορφάζω, γοητευτικός, ικανότητα, επιδεξιότητα, αβέβαιος, καλό αυτό, χάνω τα λόγια μου, που δεν ξέρει τι να πει, δηλαδή, δηλαδή, δηλαδή, επομένως, άρα, δηλαδή, πες μου να ξέρω, ποιος ξέρει;, γνώσεις, γραφή και ανάγνωση, δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία, τεχνίτης του λόγου, γνωστός, σχολείο καλών τρόπων, τεχνογνωσία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τέχνη που πεθαίνει, μαλαγάνας, γαλίφης, λεφτά για πέταμα, κακοί τρόποι, κοινωνικές δεξιότητες, ξέρω πολύ καλά, ξέρω με σιγουριά, ξέρω πολύ καλά, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, μαθαίνω τα πάντα σχετικά με, ξέρω κτ πολύ καλά, ενημερώνω, ξέρω ότι δεν πρέπει να, δεν ξέρω, στέλνω μήνυμα, σηκώνω αστεία, έχω έφεση σε κτ, ξέρω κτ στα σίγουρα, ξέρω να κάνω κτ, ξέρω πώς γίνεται κτ, έχω λεφτά για πέταμα, ξέρω τι θέλω, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, γνωρίζω εκ των προτέρων, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, ενημερώνω, προειδοποιώ, δεν ξέρω τίποτα, ξεχωρίζω, αδούλευτος, που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, αδαής, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, μαθαίνω για κτ/κπ, ανίδεος, αδαής, ερευνώ, καταλαβαίνω, είμαι καλός με κπ/κτ, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ, μηχανορράφος, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου, χειρίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης savoir

ξέρω, γνωρίζω

verbe transitif (être certain d'un fait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu ne sais pas, il faut trouver quelqu'un qui sache.
Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.

ξέρω

(un endroit, une réponse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je connais la réponse.
Γνωρίζω την απάντηση.

ξέρω, γνωρίζω

verbe transitif (une leçon, l'alphabet,...) (παγιωμένη γνώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle n'a que trois ans mais elle connaît (or: sait) l'alphabet.
Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα.

γνώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son savoir en matière de comptabilité fait d'elle une bonne comptable.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η γνώση των λογιστικών κανόνων την κατέστησε σπουδαία λογίστρια.

ξέρω

verbe transitif (avoir appris)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle sait jouer du piano.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους.

γνωρίζω, ξέρω

verbe transitif (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je sais que vous êtes prêts à partir, mais pourriez-vous attendre encore un peu ?
Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ;

-

verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu connais ton texte pour la pièce de théâtre de l'école ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχεις μάθει τα λόγια σου για τη σχολική παράσταση;

γνώσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La contribution de Lisa au savoir dans le domaine du français est d'une grande valeur.
Η Λίζα συνείσφερε με σπουδαίες ακαδημαϊκές γνώσεις στον τομέα της γαλλικής γλώσσας.

ξέρω

verbe transitif (être conscient de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sait-il que nous sommes arrivés ?
Γνωρίζει ότι ήρθαμε;

που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je croyais que Nathan savait que sa fille sortait boire, mais apparemment il l'ignorait.
Νόμιζα ότι ο Νέιθαν ήξερε ότι η κόρη του έβγαινε έξω και έπινε, αλλά προφανώς δεν είχε ιδέα.

χωρίς τίποτα να κάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες

(argot Internet : trop d'informations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εθιμοτυπία, ετικέτα

(κοινωνικές συμβάσεις)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est important d'observer les convenances (or: les usages) des pays que l'on visite.

τεχνική ικανότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνογνωσία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai pas le savoir-faire pour le réparer.

savoir-faire

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κοινωνικές δεξιότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δεξιότητες καθημερινής ζωής

nom masculin

σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω

(une information) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αστείρευτη πηγή

(figuré) (μεταφορικά)

Ο Μπιλ είναι μια αστείρευτη πηγή πληροφοριών για την τοπική ιστορία.

ανατροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'éducation de Samantha est de loin supérieure à celle de ses camarades de classe.
Η ανατροφή της Σαμάνθας είναι κατά πολύ ανώτερη από αυτή των συμμαθητών της.

απρέπεια

(soutenu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ignorais qu'il y avait un lien entre ces deux personnes.
Δεν ήξερα οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο άτομα.

μορφάζω

(embarras) (από ντροπή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle grimaça et dit : "Je suis vraiment désolée : j'ai complètement oublié."
Μόρφασε και είπε, «Ζητώ συγγνώμη, το ξέχασα τελείως!»

γοητευτικός

(το άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme qu essayait de draguer au bar trouvait clairement qu'il était vraiment charmant (or: qu'il savait y faire).
Ο τύπος που προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα σε γυναίκες στο μπαρ προφανώς πίστευε ότι είναι πολύ γοητευτικός.

ικανότητα, επιδεξιότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il s'attaque toujours aux problèmes avec un grand savoir-faire.

αβέβαιος

(personne) (άτομο: με αμφιβολίες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε.

καλό αυτό

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'y a pas de requins dans cet océan : c'est bon à savoir.

χάνω τα λόγια μου

verbe intransitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν ξέρει τι να πει

(plus soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δηλαδή

locution adverbiale

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Josh a toujours voulu réussir dans la vie, à savoir devenir riche.
Ο Τζος πάντα ήθελε να πετύχει στη ζωή του, ήθελε δηλαδή να γίνει πλούσιος.

δηλαδή

locution adverbiale

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

δηλαδή, επομένως, άρα

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Héra était une divinité : à savoir, une ancienne déesse grecque.

δηλαδή

adverbe

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)

πες μου να ξέρω

interjection (plus soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vous savez à quelle heure vous arriverez demain, faites-le-moi savoir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω!

ποιος ξέρει;

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Il existe peut-être un autre monde parallèle au nôtre, allez savoir !

γνώσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La société eut recours à l'expertise du pirate informatique pour protéger ses serveurs.
Η εταιρεία χρησιμοποίησε τις γνώσεις του χάκερ, ώστε να τους βοηθήσει να προστατέψουν τους διακομιστές τους.

γραφή και ανάγνωση

(αυτό που διδάσκω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rhianna apprend à lire et à écrire à des élèves ayant des besoins spéciaux.
Η Ριάννα διδάσκει γραφή και ανάγνωση σε παιδιά με ειδικές ανάγκες.

δεξιοτεχνία, αριστοτεχνία

(expertise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Regarde le niveau de maîtrise du métier de cette sculpture sur bois ! C'est tellement détaillé.
Κοίτα το επίπεδο δεξιοτεχνίας σε αυτό το ξυλόγλυπτο! Είναι τόσο πολύπλοκο.

τεχνίτης του λόγου

(γραπτός λόγος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γνωστός

locution verbale (changement de sujet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cela fait plus d'une décennie que nous travaillons avec Mike, alors, nous savons à quoi nous attendre avec lui.

σχολείο καλών τρόπων

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεχνογνωσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin

τέχνη που πεθαίνει

nom masculin (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαλαγάνας, γαλίφης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λεφτά για πέταμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les gadgets de cuisine coûteux sont biens pour ceux qui ont de l'argent à ne plus savoir qu'en faire.

κακοί τρόποι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il n'y a aucune excuse pour les mauvaises manières.

κοινωνικές δεξιότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ce n'est pas le meilleur vendeur que nous ayons, mais ses qualités personnelles se révèlent très utiles.
Δεν είναι ο καλύτερος πωλητής που έχουμε αλλά οι κοινωνικές του δεξιότητες είναι πολύ χρήσιμες.

ξέρω πολύ καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne fais pas l'innocent, tu sais très bien de quoi je parle !

ξέρω με σιγουριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avant d'en être sûr, je pense qu'il vaut mieux être patient.

ξέρω πολύ καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il savait très bien que ce qu'il faisait était illégal, mais ça ne l'a pas arrêté.

δεν ξέρω, δεν γνωρίζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si ce que tu fais est une bonne chose ou non, je ne sais pas.

μαθαίνω τα πάντα σχετικά με

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avant d'investir dans une société, je m'assure que je sais tout sur son histoire et ses pratiques.

ξέρω κτ πολύ καλά

(assez familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a eu 20/20 à son interrogation d'espagnol parce qu'elle connaissait ses conjugaisons sur le bout des doigts.

ενημερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous vous tiendrons informé de notre décision après la réunion.

ξέρω ότι δεν πρέπει να

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ξέρω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω μήνυμα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω αστεία

(μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En général, il prend bien les blagues mais ne t'avise surtout pas de te moquer de sa coupe de cheveux.

έχω έφεση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω κτ στα σίγουρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω να κάνω κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Est-ce que tu sais comment monter ce meuble ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ξέρεις κολύμπι;

ξέρω πώς γίνεται κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω λεφτά για πέταμα

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξέρω τι θέλω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sais-tu à peu près combien de personnes vont venir à la fête ?

γνωρίζω εκ των προτέρων

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je savais à l'avance ce qu'il y aurait sur l'examen de maths.
Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών.

διαισθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω ενστικτωδώς

verbe transitif (κτ ή ότι/πως)

Dès que Carmel a vu le visage d'Anne, elle a su instinctivement que quelque chose n'allait pas.

ενημερώνω, προειδοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lettre du conseil municipal a fait savoir aux électeurs que (or: a informé les électeurs que) les élections auraient bientôt lieu.
Η επιστολή του Συμβουλίου ενημέρωσε τους ψηφοφόρους για τις εκλογές.

δεν ξέρω τίποτα

locution verbale (για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne sais rien là-dessus.

ξεχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les jumeaux se ressemblent tellement qu'il n'est pas facile de les différencier.
Τα δίδυμα μοιάζουν τόσο πολύ που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις.

αδούλευτος

(μτφ: χωρίς εξάσκηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après trois heures passées à essayer de réparer le photocopieur sans succès, Dave ne savait plus quoi faire.
Μετά από τρεις ώρες που προσπαθούσε να φτιάξει το φωτοτυπικό ο Ντέιβ δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει.

ανθεκτικός, σκληραγωγημένος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a les reins solides : elle surmonte toujours les épreuves de la vie.
Είναι σκληραγωγημένη, πάντα αντιπαρέρχεται όλες τις δυσκολίες.

που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tamsin est sortie de la maison, ignorant qu'elle ne la reverrait plus jamais.

αδαής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a affirmé qu'elle ne connaissait pas les nouvelles règles.

ξέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'aimerais bien surprendre ma femme pour son anniversaire mais je ne sais pas comment.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μου άρεσε πολύ να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα αλλά δεν ξέρω.

γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur est vraiment bien informé sur l'histoire européenne.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On dit souvent que la famille royale ne sait rien de la vraie vie.

μαθαίνω για κτ/κπ

J'ai lu sa biographie pour me renseigner sur sa vie.

ανίδεος, αδαής

verbe transitif (αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne sais pas ce qu'il faut faire ensuite.

ερευνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben cherchait à savoir pourquoi son ami n'était pas venu travailler aujourd'hui.
Ο Μπεν πήγε να ερευνήσει γιατί ο φίλος του δεν ήρθε στη δουλειά σήμερα.

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι καλός με κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il sait y faire avec les enfants et les animaux.

δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανορράφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
James est un manipulateur expérimenté et arrive toujours à ses fins.

ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειρίζομαι

locution verbale (un peu familier) (κπ/κτ, μια κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai entendu que Mark avait encore été promu ; il sait vraiment s'y prendre !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του savoir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του savoir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.