Τι σημαίνει το salto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salto στο πορτογαλικά.

Η λέξη salto στο πορτογαλικά σημαίνει τακούνι, άλμα, απότομη μετάβαση, άλμα, άλμα, άλμα, άλμα, πήδημα, τακούνι, άλμα, αύξηση, ρίσκο, άλμα, πήδημα, πήδημα, αναπήδηση, πήδημα, άλμα, ψηλά τακούνια, αναπήδηση, jump-off, τακούνια, βάζω τακούνι σε κτ, τούμπα, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, αντίστροφη περιστροφή, με τακούνια, ψηλοτάκουνος, άλτης, άλτρια, άλμα εις μήκος, πήδημα λαγού, άλμα εις ύψος, τζάμπ σοτ,τζαμπ σουτ, άλμα εις μήκος, άλμα επί κοντώ, άλμα επί κοντώ, κβαντικό άλμα, άλμα εις τριπλούν, εναλλαγή συχνοτήτων, εμπρόσθια κυβίστηση, κατακόρυφη αύξηση τιμής, άλμα με φόρα, ιππικός αγώνας αλμάτων, ψηλοτάκουνος, ψηλά τακούνια, τακούνια στιλέτο, πετάγομαι, γόβα στιλέτο, τεράστιο άλμα, ψηλοτάκουνα παπούτσια, ψηλοτάκουνα παπούτσια, γόβα στιλέτο, στιλέτο, κατάδυση δίπλωσης, κάνω περιστροφή, κάνω φλιπ, κάνω τούμπα, άλμα, πετάγομαι, περιστροφή, πετάγομαι, πετάγομαι σε κτ, γόβα, πλατφόρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salto

τακούνι

substantivo masculino (sapato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Harry escreveu seu nome na terra com o salto do sapato enquanto sua mãe conversava com a amiga.
Ο Χάρι έγραψε το όνομά του στο χώμα με το τακούνι του όσο η μητέρα του μιλούσε με τη φίλη της.

άλμα

substantivo masculino (paraquedas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Saltar de paraquedas é divertido. Já fui em três saltos.

απότομη μετάβαση

substantivo masculino (transição)

O salto do livro da história para a filosofia foi confuso.

άλμα

substantivo masculino (esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A competição de atletismo olímpico inclui o salto em altura e o salto em distância.

άλμα

substantivo masculino (aumento súbito) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O salto nos preços das ações surpreendeu até mesmo os profissionais.
Η ξαφνική άνοδος στις τιμές των μετοχών ξάφνιασε ακόμα και τους επαγγελματίες.

άλμα

substantivo masculino (pulo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O salto de Michelle a levou ao outro lado da barreira.
Με ένα άλμα η Μισέλ πέρασε στην άλλη πλευρά του εμποδίου.

άλμα, πήδημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele passou pelo arbusto com um grande salto.

τακούνι

substantivo masculino (de sapato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Πήγε να αντικαταστήσει τα τακούνια των παπουτσιών της.

άλμα

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A promoção foi um grande salto na carreira de Davi.

αύξηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve um grande salto nos preços das ações da empresa nesta semana.

ρίσκο

substantivo masculino (figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O negócio representa um grande salto para os investidores.

άλμα, πήδημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele chegou ao pé dela com um único salto.
Την έφτασε με ένα μόνο πήδημα (or: άλμα).

πήδημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναπήδηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A criança observou os ricochetes da rocha pela superfície da água.

πήδημα, άλμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah pulou sobre o riacho com um salto.
Η Σάρα πήδηξε πάνω από το ρυάκι με ένα σάλτο.

ψηλά τακούνια

Sapatos com salto alto são estilosos, mas ruins para seus pés.
Τα παπούτσια με ψηλά τακούνια είναι της μόδας αλλά όχι και τόσο καλά για τα πόδια.

αναπήδηση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

jump-off

substantivo masculino (σε αγώνα ιππασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τακούνια

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jen gostava de usar salto alto porque as pessoas pareciam respeitá-la mais quando ela estava mais alta.
Στην Τζεν άρεσε να φοράει τακούνια επειδή ο κόσμος έδειχνε να τη σέβεται περισσότερο όταν ήταν ψηλότερη.

βάζω τακούνι σε κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sapateiro pôs salto alto nos sapatos.

τούμπα

(ακροβατική φιγούρα)

σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντίστροφη περιστροφή

substantivo masculino (esportes) (καταδύσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με τακούνια

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alguma pessoas gostam de usar sapatos de salto, mas eu prefiro sapatilhas confortáveis.

ψηλοτάκουνος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άλτης, άλτρια

(αθλητής)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άλμα εις μήκος

(esportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πήδημα λαγού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλμα εις ύψος

(esportes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τζάμπ σοτ,τζαμπ σουτ

(basquete) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άλμα εις μήκος

(atletismo) (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος.

άλμα επί κοντώ

(esp.: salto em altura com vara)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άλμα επί κοντώ

verbo transitivo (esporte: salto em altura usando uma vara)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κβαντικό άλμα

(física: mudança abrupta na energia)

άλμα εις τριπλούν

(evento atlético)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εναλλαγή συχνοτήτων

(rádio) (ραδιοσυχνότητες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπρόσθια κυβίστηση

(ginástica) (γυμναστική)

κατακόρυφη αύξηση τιμής

(aumento considerável e repentino nos preços)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άλμα με φόρα

substantivo masculino

ιππικός αγώνας αλμάτων

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηλοτάκουνος

locução adjetiva (sapato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψηλά τακούνια, τακούνια στιλέτο

(salto alto e fino)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάγομαι

(informal) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά.

γόβα στιλέτο

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεράστιο άλμα

(grande avanço) (πρόοδος)

ψηλοτάκουνα παπούτσια

(sapato)

O uso de salto alto pode causar problemas nos pés a longo prazo. Audrey vai comprar um par de sapatos de salto alto para combinar com o vestido da festa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνια προβλήματα στα πόδια.

ψηλοτάκουνα παπούτσια, γόβα στιλέτο

(sapato de salto alto) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στιλέτο

locução adjetiva (salto: alto e fino) (μόνο για γόβες)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

κατάδυση δίπλωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω περιστροφή, κάνω φλιπ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard deu dois saltos mortais antes de aterrissar.
Ο Ρίτσαρντ έκανε διπλή περιστροφή πριν προσγειωθεί.

κάνω τούμπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλμα

(BRA, ginástica olímpica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πετάγομαι

(BRA, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O André volta já, ele deu uma saída para fazer um telefonema rápido.
Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα.

περιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de cair na água, o mergulhador deu dois saltos mortais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Έριν έκανε μια περιστροφή κατεβαίνοντας από το μονόζυγο και προσγειώθηκε σταθερά.

πετάγομαι

(BRA, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ficamos sem leite, eu vou dar uma saidinha para comprar.
Δεν έχουμε γάλα. Θα πεταχτώ να μας φέρω λίγο.

πετάγομαι σε κτ

(BRA, informal) (καθομιλουμένη, μτφ)

Você pode dar uma ida na banca comprar um jornal?
Μπορείς να πεταχτείς στα μαγαζιά να πάρεις μια εφημερίδα;

γόβα

(tipo de sapato) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda sempre usa saltos no escritório.

πλατφόρμα

substantivo masculino (tipo de sapato) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.