Τι σημαίνει το repeating στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης repeating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repeating στο Αγγλικά.
Η λέξη repeating στο Αγγλικά σημαίνει επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω, διαδίδω, μεταφέρω, επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνομαι, επανάληψη, επανάληψη, επαναληπτικός, επαναλαμβάνομαι, έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ, επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη, επαναλαμβάνω ένα έτος, εγκληματίας κατ' εξακολούθηση, εντολή επανάληψης, επανάληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης repeating
επαναλαμβάνωtransitive verb (say again) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison asked the teacher to repeat the instructions, as she hadn't understood. Η Άλισον ζήτησε από τη δασκάλα να ξαναπεί τις οδηγίες, καθώς δεν τις είχε καταλάβει. |
επαναλαμβάνωtransitive verb (reproduce words) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher asked the class to repeat the sentence exactly as she had said it. Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να επαναλάβουν την πρόταση ακριβώς όπως την είπε. |
διαδίδω, μεταφέρωtransitive verb (tell others) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please don't repeat what I'm about to tell you; it's a secret. Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό. |
επαναλαμβάνωtransitive verb (do again) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William repeated the dance steps again and again, until he knew them perfectly. Ο Γουίλιαμ επανέλαβε τα βήματα της χορογραφίας ξανά και ξανά, μέχρι που τα έμαθε τέλεια. |
επαναλαμβάνομαιtransitive verb and reflexive pronoun (say [sth] again) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My grandmother is very forgetful and often repeats herself. |
επανάληψηnoun (on TV: rerun) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's nothing new on TV tonight; it's all repeats! |
επανάληψηnoun (music passage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) These symbols at the start and end of the section indicate a repeat. |
επαναληπτικόςnoun as adjective (done again) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The TV drama remains popular after several repeat showings. |
επαναλαμβάνομαιintransitive verb (happen again) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This sequence of events repeats every five years. |
έχω στο στόμα μου τη γεύση από κτ(informal, UK (cause to belch) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That curry I had for dinner keeps repeating on me! |
επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώςtransitive verb (say over and over) I kept repeating his name to myself but had forgotten it by the time I got home. |
δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψηtransitive verb (TV programme: show again) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They're repeating that documentary about blues music tonight. |
επαναλαμβάνω ένα έτοςverbal expression (informal (retake studies) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark failed his exams so he'll have to repeat a year in college. |
εγκληματίας κατ' εξακολούθησηnoun ([sb] who commits crime several times) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εντολή επανάληψηςnoun (request to buy [sth] again) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I was so delighted with their goods that I've already put in a repeat order. |
επανάληψηnoun (figurative (recurrence of [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We don't want a repeat performance of last year's picnic when everyone got sick. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repeating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του repeating
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.