Τι σημαίνει το quite στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quite στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quite στο Αγγλικά.

Η λέξη quite στο Αγγλικά σημαίνει πολύ, ιδιαίτερα, αρκετά, απολύτως, εντελώς, τελείως, συμφωνώ, κελεπούρι, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, σχεδόν, περίπου, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, για αρκετή ώρα, αρκετά, αρκετοί, αρκετά, πολύ καλός, αρκετός, εντυπωσιακό, αρκετός καιρός, εδώ και αρκετό καιρό, συμφωνώ απόλυτα, Και πολύ καλά κάνεις!, αρκετά απλά, απλά, απλούστατα, ακριβώς, σωστά, έτσι, τόσο, όχι και..., αρκετός, ακριβώς το αντίθετο, αρκετά καλά, αρκετά καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quite

πολύ, ιδιαίτερα

adverb (US (considerably, very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This restaurant is quite good. I'm going to recommend it to my brother.
Αυτό το εστιατόριο είναι πολύ (or: ιδιαίτερα) καλό. Θα το προτείνω στον αδερφό μου.

αρκετά

adverb (UK (to some extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The pasta was quite good, but not as good as I expected.
Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα.

απολύτως, εντελώς, τελείως

adverb (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah is quite capable of doing the task.
Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

συμφωνώ

interjection (UK (I agree)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"He shouldn't have gone to the party." "Quite!"
«Δεν έπρεπε να έχει έρθει στο πάρτυ.» «Μαζί σου!»

κελεπούρι

noun (informal, figurative ([sb] worth marrying) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hear her new man is quite a catch!

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

expression (figurative (exactly what is wanted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cup of tea is just the ticket right now.
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

σχεδόν, περίπου

adverb (almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The meat is not quite cooked enough.

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

adjective (slightly wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is a good translation, but that word choice is not quite right.

καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος

adjective (intensifier before noun)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The 4th of July fireworks this year were quite a sight.
Φέτος, τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου ήταν εκπληκτικό θέαμα.

για αρκετή ώρα

adverb (a considerable length of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've been jogging quite a bit recently.

αρκετά

noun (a considerable amount) (για ποσότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"How much rice do you think I should cook?" "You'll need quite a bit for six people."

αρκετοί

adjective (a considerable number of) (πάντα πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I didn't expect many participants, but quite a few people actually came.

αρκετά

adverb (a considerable number)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ καλός

adjective (US, informal (striking, outstanding)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Jackie was quite a little dancer when she was young.

αρκετός

pronoun (much, many)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is quite a lot of rice left in the pot, and you are welcome to have more.
Έχει μείνει αρκετό ρύζι στην κατσαρόλα και μπορείς ελεύθερα να φας κι άλλο.

εντυπωσιακό

noun ([sth] impressive to see)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bride was quite a sight, all in white fur and sequins.

αρκετός καιρός

adverb (a considerable time)

It has been quite a while since I last saw him.

εδώ και αρκετό καιρό

adverb (for a considerable time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I haven't seen him for quite a while.

συμφωνώ απόλυτα

intransitive verb (emphatic (have same opinion)

"There's too much salt in this soup." "I quite agree."

Και πολύ καλά κάνεις!

interjection (expressing emphatic agreement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I'm not going to lend Pete any more money because he never pays me back." "Quite right too!"

αρκετά απλά

adverb (modestly, in a basic way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I live quite simply by American standards: no cell phone, no cable TV, and only one car.

απλά, απλούστατα

adverb (expressed in a straightforward way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She is quite simply the best figure skater in the world.

ακριβώς, σωστά, έτσι

adverb (indeed, precisely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ah yes, quite so - I see exactly what you mean now.

τόσο

adjective (just as, this much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Do you have to be quite so nasty?

όχι και...

adjective (informal ([sth] impressive) (επιλογή κατάλληλου επιθέτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's quite some bruise you have there.
Τι μελανιά είναι αυτή που έχεις;

αρκετός

adjective (a lot of: time, doing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's 85, so he must have retired quite some time ago.

ακριβώς το αντίθετο

adverb (not at all, the very opposite)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is believed that I am pro-union. Quite the contrary, I am actually pro-business.

αρκετά καλά

adverb (to a fairly high standard)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
James did quite well in his exam.

αρκετά καλά

adverb (fairly successfully)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The business performed quite well in its first year of trading.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quite στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quite

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.