Τι σημαίνει το publicité στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης publicité στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του publicité στο Γαλλικά.

Η λέξη publicité στο Γαλλικά σημαίνει δημοσιότητα, διαφήμιση, διαφήμιση, διαφήμιση, διαφήμιση, διαφήμιση, τηλεοπτική διαφήμιση, διαφήμιση, διαφήμιση, σχόλια, προώθηση, διαφήμιση, προωθητικό υλικό, διαφημιστικό τμήμα, προβολή, αναγγελία, διαφήμιση, διαφήμιση, διαφήμιση για κτ, ένδειξη, διαφημιζόμενος, διαφημίζω, διαφημισμένος, διαφημίζω, προωθώ, προωθώ, προμοτάρω, με μεγάλη δημοσιότητα, δημιουργία γραμμάτων με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος, διαφημιστικό διάλειμμα, υποχρέωση γνωστοποίησης, παραπλανητική διαφήμιση, διαφήμιση στο διαδίκτυο, διαφήμιση μέσω διαδικτύου, προϋπολογισμός για μάρκετινγκ, προώθηση προϊόντος, δόλωµα και µεταστροφή, διαφημίζω ξανά, δόλωμα, διαφημίζω, διαφημίζω ξανά, διαλαλώ, διαφημίζω, διαφημίζω, προωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης publicité

δημοσιότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a eu beaucoup de publicité autour de la récente vague de crime dans cette petite ville.

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Matilda a composé le jingle de la publicité à la radio.
Η Ματίλντα συνέθεσε το τραγούδι για τη ραδιοφωνική διαφήμιση.

διαφήμιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La firme s'efforça de faire un maximum de publicité pour son produit avant son lancement.

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marque de chaussures a recruté une artiste connue pour sa dernière publicité dans la presse sportive.
Η εταιρεία παπουτσιών προσέλαβε έναν διάσημο καλλιτέχνη για την τελευταία της διαφήμιση στο αθλητικό περιοδικό.

διαφήμιση

nom féminin (δραστηριότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La publicité pour des médicaments prescrits par ordonnance à la télévision fait controverse.
Η διαφήμιση θεραπευτικών αγωγών με συνταγή ιατρού στην τηλεόραση είναι αμφιλεγόμενη.

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je coupe toujours le son quand les pubs commencent.
Κλείνω πάντα τον ήχο, όταν ξεκινούν οι διαφημίσεις.

τηλεοπτική διαφήμιση

διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je trouve un grand nombre de publicités récentes énervantes.
Θεωρώ πως πολλές από τις νέες διαφημίσεις είναι απαίσιες.

διαφήμιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le frère d'Ursula travaille dans la publicité.
Ο αδελφός της Ούρσουλας δουλεύει στον τομέα της διαφήμισης.

σχόλια

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ses gestes caritatifs lui ont fait de la bonne publicité.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πολιτικό σκάνδαλο έτυχε ευρείας κάλυψης από τον τύπο.

προώθηση, διαφήμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les fabricants de voitures dépensent beaucoup d'argent en promotion pour convaincre les gens d'acheter leurs voitures.
Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων ξοδεύουν πολλά χρήματα στη διαφήμιση για να πείσουν τον κόσμο να αγοράσει τα αυτοκίνητά τους.

προωθητικό υλικό

nom féminin

διαφημιστικό τμήμα

nom féminin

La publicité embauche de jeunes managers.
Στο τμήμα διαφήμισης προσλαμβάνουν νέο διευθυντή.

προβολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe jouait dans des bars de quartier pour se faire plus de publicité.
Η μπάντα έπαιζε σε μπαρ της περιοχής στην προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερη προβολή..

αναγγελία

nom féminin (presse écrite)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une publicité dans le journal disait que la vente de charité annuelle de l'église aurait lieu samedi.
Υπήρξε αναγγελία στην εφημερίδα που έλεγε πως η εκκλησία θα κάνει το ετήσιο παζάρι της την Κυριακή.

διαφήμιση

(abréviation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαφήμιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La promotion du produit par la vedette a fait décoller ses ventes (or: La publicité que la vedette a faite au produit a fait décoller ses ventes).
Η διαφήμιση του προϊόντος από τον διάσημο αύξησε τις πωλήσεις.

διαφήμιση για κτ

Le premier rôle joué par Bob était dans une publicité pour un jean.
Ο πρώτος ρόλος του Μπομπ ως ηθοποιού ήταν σε μια διαφήμιση για τζιν παντελόνια.

ένδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le scandale a fait de la publicité aux problèmes internes de la société.
Το σκάνδαλο έφερε στο φως τα εσωτερικά προβλήματα της εταιρείας.

διαφημιζόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

διαφημίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour promouvoir cet évènement, nous utilisons des publicités imprimées et sur Internet.
Χρησιμοποιούμε τον τύπο και το διαδίκτυο για να διαφημίσουμε το event.

διαφημισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαφημίζω, προωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise est passée à la radio pour promouvoir son grand événement.

προωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société a lancé sa nouvelle marque de dentifrice.
Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας.

προμοτάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με μεγάλη δημοσιότητα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημιουργία γραμμάτων με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαφημιστικό διάλειμμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υποχρέωση γνωστοποίησης

(France)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραπλανητική διαφήμιση

nom féminin

διαφήμιση στο διαδίκτυο, διαφήμιση μέσω διαδικτύου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προϋπολογισμός για μάρκετινγκ

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προώθηση προϊόντος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
De nombreux athlètes de haut niveau gagnent de l'argent grâce à la promotion de produits.

δόλωµα και µεταστροφή

(μη καθιερωμένος όρος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαφημίζω ξανά

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δόλωμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαφημίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφημίζω ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαλαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφημίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφημίζω, προωθώ

(familier, courant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet auteur a fait cette émission juste pour faire la promo de son dernier livre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του publicité στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του publicité

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.