Τι σημαίνει το programa στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης programa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του programa στο ισπανικά.
Η λέξη programa στο ισπανικά σημαίνει πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, μετάδοση, πακέτο λογισμικού, λογισμικό Η/Υ, τηλεοπτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, εφαρμογή, πρόγραμμα, πρόγραμμα, σχέδιο, πρόγραμμα, χρονική σειρά, χρονική αλληλουχία, πρόγραμμα, πλατφόρμα, σχέδιο, πρόγραμμα, λογισμικό, κύκλος, πρόγραμμα, syllabus, σύλλαμπους, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα, επιβεβαιώνω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προορίζω κτ για κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προγραμματίζω, προκαθορίζω, σχεδιάζω, προγραμματίζω, προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω, γράφω κώδικα, κάνω κράτηση, γράφω κώδικα, κακόβουλο λογισμικό, διαμοιραζόμενο λογισμικό, δωρεάν λογισμικό, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, λογισμικό κατασκοπίας, ομαδισμικό, μετάδοση αθλητικής διοργάνωσης, παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας, ζωντανή εκπομπή, πιλοτικό πρόγραμμα, διπλή προβολή, επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά, προηχογραφημένη εκπομπή, ραδιοφωνική μετάδοση, ραδιοφωνική εκπομπή, τοκ σόου, τηλεοπτική εκπομπή, τηλεοπτική εκπομπή, κοινωνική πρόνοια, λογισμικό, τηλεπαιχνίδι, τηλεπαιχνίδι, chart show, σύστημα συλλογής προσφορών, κωμωδία, συναρπαστικός, προεπιλεγμένο πρόγραμμα, πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίων, πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους, σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα, μη τροποποιημένο λογισμικό, πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών, Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών, αστυνομική σειρά, εκπομπή μαγειρικής, εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές, ριάλιτι, τηλεοπτικό πρόγραμμα, απαιτήσεις συστήματος, αυτόνομος, ανεξάρτητος, πρόγραμμα που επιτρέπει τη χρήση ενός περιορισμένου υποσυνόλου δυνατοτήτων του κεντρικού συστήματος, τοκ σόου, plug in. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης programa
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El programa incluye tres cursos diferentes. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα. |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Qué programa estás viendo ahora? ¿Las noticias? Τι πρόγραμμα παρακολουθείς; Τις ειδήσεις; |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este programa te ayudará a acceder a más información. Αυτό το πρόγραμμα θα σε βοηθήσει να έχεις πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες. |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El tercer acto del programa de esta noche correrá a cargo de un grupo folk. |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Compré el programa del concierto como recuerdo, aunque era absurdamente caro. |
μετάδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El programa de TV se interrumpió varias veces por la tormenta. Η τηλεοπτική μετάδοση διακόπηκε αρκετές φορές από την καταιγίδα. |
πακέτο λογισμικούnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Lucía está usando un programa para calcular estadísticas. |
λογισμικό Η/Υnombre masculino (computación) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεοπτικό πρόγραμμα
Me gustan los programas sobre naturaleza. Mi programa favorito de todos los tiempos es "Scrubs". Η αγαπημένη μου σειρά όλων των εποχών είναι το «Scrubs». |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El curso está listado en el programa de estudios. Το σεμινάριο έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα μαθημάτων. |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Cuál es el programa en esta conferencia? |
εφαρμογή(Υ/Η: πρόγραμμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Descargó un nuevo programa para organizar sus direcciones de correo. Κατέβασε μια καινούρια εφαρμογή για να διαχειρίζεται τις ηλεκτρονικές του διευθύνσεις. |
πρόγραμμαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi programa de televisión preferido lo dan los miércoles a las ocho. Η αγαπημένη μου τηλεοπτική εκπομπή παίζεται κάθε Τετάρτη στις οχτώ. |
πρόγραμμαnombre masculino (teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El programa anuncia que hoy habrá dos funciones de la película. |
σχέδιο, πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se ha diseñado un plan a cinco años para revitalizar la economía. Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία. |
χρονική σειρά, χρονική αλληλουχία
|
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pon la ropa en la lavadora, elige un ciclo y dale al botón; no es difícil. Βάλε τα ρούχα στο πλυντήριο, διάλεξε πρόγραμμα και πάτα το κουμπί, δεν είναι δύσκολο. |
πλατφόρμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La plataforma de este partido pide que Reino Unido deje de ser parte de Europa. Η πλατφόρμα αυτού του κόμματος ζητά από το Ηνωμένο Βασίλειο να βγει από την Ευρώπη. |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todo está saliendo de acuerdo al plan. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los funcionarios anunciaron el nuevo plan de pensiones. |
λογισμικό(voz inglesa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La empresa está invirtiendo en un nuevo software especializado que facilitará el seguimiento de los pedidos que hagan los clientes.
Este software agiliza el trabajo de los traductores. Η εταιρεία επενδύει σε ένα νέο εξειδικευμένο λογισμικό που θα διευκολύνει την παρακολούθηση των παραγγελιών των πελατών της. |
κύκλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El ciclo del aire acondicionado es de 20 minutos. |
πρόγραμμα(γεγονότων, εκδηλώσεων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El orden de actuación del festival será publicado esta semana. |
syllabus, σύλλαμπους(ανθρωπιστικές σπουδές) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El profesor le dio una copia de la programación didáctica del semestre a cada uno de sus estudiantes. Ο λέκτορας έδωσε σε όλους τους φοιτητές του ένα αντίγραφο της ύλης του εξαμήνου. |
προγραμματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El museo ha programado una serie de actos con motivo del Mes de la Historia de la Mujer. Το μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μήνα της Γυναικείας Ιστορίας. |
προγραμματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Asegúrate de programar la alarma antes de irte a dormir. Βεβαιώσου πως έχεις προγραμματίσει το ξυπνητήρι πριν πάμε για ύπνο. |
προγραμματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Tú has programado este juego? ¡Buen trabajo! Εσύ το έγραψες αυτό το παιχνίδι; Ωραία δουλειά. |
γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estuvimos toda la noche programando para conseguir que la página web funcionara de nuevo. Γράφαμε κώδικα όλο το βράδυ ώστε να ξαναλειτουργήσει η ιστοσελίδα. |
επιβεβαιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προγραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quisieras programar una cita? Θα θέλατε να κανονίσουμε ένα ραντεβού; |
προγραμματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El director programó los eventos del día. Ο επικεφαλής προγραμμάτισε τις εκδηλώσεις για όλη τη διάρκεια της μέρας. |
προορίζω κτ για κτverbo transitivo El cierre de la fábrica está programado. Το εργοστάσιο πάει για κλείσιμο. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
προγραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David predeterminó las grabaciones en el DVR. |
σχεδιάζω, προγραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ayudante planificó el viaje de su jefe cuidadosamente para que ella pudiera encajar todo lo que necesitaba hacer. Ο βοηθός σχεδίασε το ταξίδι της αφεντικίνας του με προσοχή ώστε να μπορέσει να χωρέσει όλα όσα έπρεπε να κάνει. |
προδιαθέτω, προετοιμάζω, επηρεάζω(ψυχολογικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los políticos están condicionando a la gente para que acepten la política. Οι πολιτικοί προετοιμάζουν τους ανθρώπους να δεχτούν την πολιτική. |
γράφω κώδικα(Informática) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puedo escribir programas básicos y sé un poco de diseño web. |
κάνω κράτηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arreglé un montón de actividades para esta semana. |
γράφω κώδικα(Informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando Bert escribe código nada lo distrae. Όταν ο Μπερτ γράφει κώδικα, τίποτα δεν του αποσπά την προσοχή. |
κακόβουλο λογισμικό(informática, voz inglesa) (για υπολογιστές) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διαμοιραζόμενο λογισμικό(πληροφορική: σπάνιο) Hay una versión de prueba que puedes descargar para editar las fotos. |
δωρεάν λογισμικό(informática) (Η/Υ) El programa es muy útil y es software gratis, por lo que todo el mundo puede usarlo. |
κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα(ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Luisa pidió el seguro médico popular cuando perdió su empleo. |
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη(των ΗΠΑ) Mis padres tienen seguro médico para personas mayores. |
λογισμικό κατασκοπίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδισμικό(informática) (νεολ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετάδοση αθλητικής διοργάνωσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παροχή κοινωνικής πρόνοιας βάσει ανταποδοτικότητας(a cambio de subsidios) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ζωντανή εκπομπή
Prefiero los programas grabados que los programas en vivo. |
πιλοτικό πρόγραμμα
La compañía probó un nuevo método de publicidad en algunas tiendas como programa piloto. |
διπλή προβολή(κινηματογράφος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No recuerdo la última vez que vi un programa doble en el cine. |
επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Friends fue un programa muy visto en ambos lados del Atlántico. |
προηχογραφημένη εκπομπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hoy volveremos a emitir un programa pregrabado. |
ραδιοφωνική μετάδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ayer escuché un programa de radio interesantísimo sobre agricultura. |
ραδιοφωνική εκπομπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοκ σόου
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Su intervención en el programa de debate resultó muy pobre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο παρουσιαστής του τοκ σόου κάλεσε τους θεατές να τηλεφωνήσουν για να πουν τη γνώμη τους για το θέμα που συζητούσαν. |
τηλεοπτική εκπομπήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) CSI es uno de mis programas de televisión favoritos. |
τηλεοπτική εκπομπή
Los programas de televisión de los 70s me resultan muy estúpidos ahora. Οι τηλεοπτικές εκπομπές από τη δεκαετία του 1970 μου φαίνονται αρκετά χαζές τώρα. |
κοινωνική πρόνοιαlocución nominal masculina (PR) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La seguridad social es un programa de bienestar social del gobierno de EE.UU para la tercera edad. |
λογισμικό(Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεπαιχνίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es uno de los programas de juegos más populares de la televisión. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι ένα από τα πιο διάσημα τηλεπαιχνίδια. Δεν χρειάζεται να είσαι πανέξυπνος για να κερδίσεις σε ένα τηλεπαιχνίδι. |
τηλεπαιχνίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El concurso de preguntas y respuestas evalúa el conocimiento general de los participantes. |
chart show(μουσική εκπομπή) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σύστημα συλλογής προσφορών(τεχνική πωλήσεων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los programas de cupones alientan las compras repetidas. |
κωμωδία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay pocos programas de humor que me hagan reír. |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προεπιλεγμένο πρόγραμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este el programa predeterminado para los archivos de audio, pero podés ir a Herramientas, Opciones y cambiarlo. |
πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης(πελατών) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El programa de fidelización de esta compañía es muy popular entre los clientes. |
πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίων(φιλανθρωπία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους(educación) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότηταlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη τροποποιημένο λογισμικόlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tendrán a su disposición un programa virgen que podrán modificar posteriormente. |
πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιώνnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αστυνομική σειρά
|
εκπομπή μαγειρικής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Jeremy es el anfitrión de un programa con participación telefónica. |
ριάλιτι(informal) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τηλεοπτικό πρόγραμμαlocución nominal masculina |
απαιτήσεις συστήματοςnombre masculino plural (Computación) Windows XP (o una versión más avanzada) es uno de los requisitos para instalar y usar el programa. |
αυτόνομος, ανεξάρτητοςlocución nominal masculina (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρόγραμμα που επιτρέπει τη χρήση ενός περιορισμένου υποσυνόλου δυνατοτήτων του κεντρικού συστήματος(coloquial) (πληροφορική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τοκ σόου
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
plug in
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Para ver videos en ese sitio web debes instalar un programa adicional. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του programa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του programa
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.