Τι σημαίνει το popular στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης popular στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του popular στο ισπανικά.
Η λέξη popular στο ισπανικά σημαίνει δημοφιλής, ευρείας κατανάλωσης, δημοφιλής, λαϊκός, γενικός, κοινός, αρεστός, δημοφιλής, δημοφιλής, λαϊκός, διαδεδομένος, ποπ, ευρέως διαδεδομένος, τρέλα, μανία, μόδα, κοινός, λαϊκός, φτηνός, χαμηλής κοινωνικής τάξης, πολύ επιτυχημένος, μόδα, παράδοση, παράδοση, ποπ κουλτούρα, αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού, καθιερωμένες απόψεις, γνωστό τοις πάσι, κοινή πεποίθηση, λαϊκό μέτωπο, λογοτεχνία μαζικής κατανάλωσης, λαϊκός τραγουδιστής, δημοφιλής τραγουδιστής, λαϊκή ψήφος, παραδοσιακή άποψη, εργατική κατοικία, λαϊκή τέχνη, παραδοσιακή μουσική, παραδοσιακός τραγουδιστής, παραδοσιακή τραγουδίστρια, προϊόν ευρείας κατανάλωσης, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, λαϊκή απαίτηση, παραδοσιακή ιατρική, δημοτικό τραγούδι, λαϊκός ήρωας, δημοφιλής μουσική, γίνομαι της μόδας, είμαι γνωστός για, φτηνός, κοινή ονομασία, λαϊκή κυριαρχία, οι δημοφιλείς, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης popular
δημοφιλήςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Madison es la chica más popular del colegio. Η Μάντισον είναι το πιο δημοφιλές κορίτσι στο σχολείο. |
ευρείας κατανάλωσηςadjetivo de una sola terminación (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La música popular está diseñada para que sea fácil de apreciar por la mayoría de la gente. |
δημοφιλήςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El modelo de este año es un coche muy popular. |
λαϊκός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las nuevas leyes sobre el voto van en contra de la voluntad popular. |
γενικός, κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sabiduría popular indica que este es el camino correcto. Η κοινή λογική λέει ότι αυτή είναι η σωστή διαδικασία. |
αρεστόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si mientes no serás popular. |
δημοφιλής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En su adolescencia, Toby perdió interés en la música popular y empezó a escuchar indie. |
δημοφιλήςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los bares de tragos ya no son populares. Τα κοκτέιλ μπαρ δεν είναι πια δημοφιλή. |
λαϊκόςadjetivo de una sola terminación (cultura) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El congresista es un héroe popular en el pueblito en el que creció. Ο γερουσιαστής είναι λαϊκός ήρωας στη μικρή κωμόπολη όπου μεγάλωσε. |
διαδεδομένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Esa opinión es bastante popular en esta parte del mundo. |
ποπadjetivo de una sola terminación (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mientras que algunos siguen la cultura popular, otros prefieren estilos de vida alternativos. |
ευρέως διαδεδομένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρέλα, μανία, μόδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El nuevo baile es la moda en la escuela. Η νέα χορευτική τρέλα έχει καταλάβει το σχολείο. |
κοινός, λαϊκός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φτηνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marion compra casas en zonas de clase baja y las revende después de remodelarlas. |
χαμηλής κοινωνικής τάξης
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Después de que perdió su trabajo, tuvieron que mudarse a un vecindario de clase baja cerca de la estación de trenes. Αφότου τον απέλυσαν, έπρεπε να μετακομίσουν σε μια γειτονιά χαμηλής κοινωνικής τάξης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. |
πολύ επιτυχημένοςadjetivo Luego de su exitosa primera novela, el autor nunca fue capaz de alcanzar ese grado de éxito. Αφότου το πρώτο του μυθιστόρημα έκανε θραύση, ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σημειώσει τόση επιτυχία. |
μόδα(en boga) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sabiduría tradicional dice que la casa está embrujada por una víctima de homicidio. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το θύμα ενός φόνου. |
παράδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ποπ κουλτούρα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Los Beatles fueron un ícono de la cultura pop de los 60. |
αναγνώριση του κοινού, επιδοκιμασία του κοινού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El museo abrió en octubre del año pasado con gran aclamación del público. |
καθιερωμένες απόψεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γνωστό τοις πάσι(λόγιο: είναι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era sabido entre los empleados que Bill tenía un problema con la bebida. Aunque Galileo fue perseguido por decirlo en el siglo XVII, ahora es sabido que la tierra gira en torno al sol. Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού. |
κοινή πεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al contrario de la creencia popular, los tiburones no son los animales más peligrosos del mundo. |
λαϊκό μέτωποnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El Frente Popular nació en España en 1936 y agrupó a los principales partidos de centro izquierda. |
λογοτεχνία μαζικής κατανάλωσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Sra. Grogan no aprobaba que su hija leyera literatura popular. |
λαϊκός τραγουδιστής, δημοφιλής τραγουδιστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λαϊκή ψήφοςnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ley sobre los perros violentos fue un ejemplo del voto popular en acción. |
παραδοσιακή άποψηnombre femenino En la antigüedad era creencia popular que la tierra era plana. |
εργατική κατοικίαlocución nominal femenina (MX) El programa de vivienda popular en México se conoce como vivienda del INFONAVIT. |
λαϊκή τέχνηlocución nominal masculina Las formas tradicionales del arte de un pueblo se reflejan en su arte popular. |
παραδοσιακή μουσικήnombre femenino Cada cultura tiene canciones sobre amores perdidos en su música popular. |
παραδοσιακός τραγουδιστής, παραδοσιακή τραγουδίστρια
El viejito que ves allí en la banca del parque es nuestro cantante popular. |
προϊόν ευρείας κατανάλωσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία
|
λαϊκή απαίτηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Fue elegido presidente del club por demanda popular. |
παραδοσιακή ιατρική
|
δημοτικό τραγούδι
|
λαϊκός ήρωας
|
δημοφιλής μουσική
|
γίνομαι της μόδας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Después de que la reina usara un vestido color malva, ese color se puso de moda en todo el país. |
είμαι γνωστός για
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ese restaurante es famoso por sus mariscos. Αυτό το εστιατόριο είναι γνωστό για τα εξαιρετικά θαλασσινά πιάτα του. |
φτηνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prefiero ir a tiendas de diseño que comprar ropa dirigida al mercado popular. |
κοινή ονομασίαnombre femenino Al principio de los 80, "peste rosa" era una denominación popular del SIDA. |
λαϊκή κυριαρχία
|
οι δημοφιλείς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του popular στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του popular
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.