Τι σημαίνει το plain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plain στο Αγγλικά.

Η λέξη plain στο Αγγλικά σημαίνει απλός, λιτός, απέριττος, απλός, ωμός, ολοφάνερος, απλός, άχαρος, σκέτος, ειλικρινά, ξεκάθαρα, καθαρός, σκέτος, πεδιάδα, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, αλλουβιακή πεδιάδα, προσχωσιγενής πεδιάδα, πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη, με πολιτικά, με απλά λόγια, με απλά λόγια, σε κοινή θέα, με απλά λόγια, καθιστώ προφανές, κάνω ξεκάθαρο, καθιστώ προφανές ότι/πως, κάνω ξεκάθαρο ότι/πως, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, μαύρη σοκολάτα, κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα, τίμιος, έντιμος, απλό αλεύρι, αδιάφορη, λευκό χαρτί, εύκολη πορεία στη θάλασσα, πανεύκολος, ειλικρίνεια, ευθύτητα, ειλικρινής, απλό ύφος, απλό κείμενο, απλά λόγια, ξεκάθαρα λόγια, αστυνομικός με πολιτικά, αδιάφορος, με πολιτική περιβολή, με πολιτικά ρούχα, ειλικρινής, ευθής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plain

απλός, λιτός, απέριττος

adjective (unadorned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dress was plain, with no frills.
Το φόρεμα ήταν λιτό, χωρίς βολάν.

απλός

adjective (without a pattern)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Which shirt do you prefer - the plain or the patterned?
Ποιο μπλουζάκι προτιμάς - το απλό ή αυτό με τα σχέδια;

ωμός

adjective (straightforward) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is always best to tell the plain truth.
Είναι πάντα καλύτερα να λες την ωμή αλήθεια.

ολοφάνερος

adjective (obvious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hole in the knee of my trousers was plain to see.
Η τρύπα στο γόνατο του παντελονιού μου φαίνεται πανεύκολα.

απλός

adjective (unmixed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A plain apple pie is one with nothing but apples in it.

άχαρος

adjective (unattractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has a plain face, she's no beauty.

σκέτος

adjective (unseasoned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like my food plain--no salt, pepper or spices.

ειλικρινά, ξεκάθαρα

adverb (US (unaffected)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He spoke plain, as he was a simple, honest man.

καθαρός, σκέτος

adverb (informal (clearly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's just plain silly to try to settle a problem by fighting.
Είναι πέρα για πέρα χαζό α προσπαθεί κανείς να λύσει ένα πρόβλημα με καβγάδες.

πεδιάδα

noun (flat land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The grassy plain stretched for miles in all directions.
Η πράσινη πεδιάδα απλωνόταν για μίλια προς κάθε κατεύθυνση.

αλεύρι για όλες τις χρήσεις

noun (US (plain flour, wheat flour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All-purpose flour is great for cookies, but doesn't have enough gluten for bread.

αλλουβιακή πεδιάδα, προσχωσιγενής πεδιάδα

noun (geology: flat sediment)

πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη

noun (area near river prone to flooding)

με πολιτικά

expression (not wearing a uniform)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The policemen were in plain clothes so the criminals didn't recognise them.

με απλά λόγια

adverb (in clear and simple language)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I wish politicians would talk in plain English!

με απλά λόγια

expression (in clear and simple language)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The man spoke in plain terms so the commoners could understand.

σε κοινή θέα

expression (overtly, in the open)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The deer stood in plain view in the field in front of us.

με απλά λόγια

expression (expressed simply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to write the instructions in plain words so people can understand them. The new Prime Minister expressed his political views in plain words.
Πρέπει να γράψεις τις οδηγίες με απλά λόγια ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τις καταλάβουν. Ο καινούριος Πρωθυπουργός εξέφρασε τις πολιτικές του απόψεις με απλά λόγια.

καθιστώ προφανές, κάνω ξεκάθαρο

verbal expression (with object: make obvious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ προφανές ότι/πως, κάνω ξεκάθαρο ότι/πως

verbal expression (with clause: make obvious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ

adjective (informal (obvious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After that fall, the bumps on his head were plain as day.
Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι.

μαύρη σοκολάτα

noun (dark eating chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plain chocolate is supposed to be better for you than milk chocolate.

κουβερτούρα, μαύρη σοκολάτα

noun (cooking chocolate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's best to use plain chocolate when you're making chocolate mousse.

τίμιος, έντιμος

adjective (open, straightforward)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A plain-dealing merchant is good to find.

απλό αλεύρι

noun (ground wheat with no raising agent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιάφορη

noun (informal (girl: unattractive) (μόνο θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We were all surprised when Ana said she had landed a contract as a model, as she was always such a plain Jane.

λευκό χαρτί

noun (paper without lines)

εύκολη πορεία στη θάλασσα

noun (on waters without obstruction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανεύκολος

noun (figurative (easy course)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειλικρίνεια, ευθύτητα

noun (expressing oneself directly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
President Harry Truman was known for his down-to-earth mannerisms and plain speaking.

ειλικρινής

adjective (who says things directly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is plain speaking to the point of rudeness.

απλό ύφος

noun (clear, simple use of language)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απλό κείμενο

noun (computing: uncoded text)

Use the button on the right to switch between plain text and the WYSIWYG editor.

απλά λόγια, ξεκάθαρα λόγια

plural noun (clear, simple language)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αστυνομικός με πολιτικά

noun (police officer not in uniform)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The teens were arrested by a plain-clothes officer.

αδιάφορος

adjective (unattractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με πολιτική περιβολή, με πολιτικά ρούχα

adjective (police officer: not uniformed) (αστυνομικός: χωρίς στολή)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ειλικρινής, ευθής

adjective (frank, direct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.