Τι σημαίνει το piquer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης piquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piquer στο Γαλλικά.

Η λέξη piquer στο Γαλλικά σημαίνει κάνω ευθανασία, τσιμπάω, τσιμπώ, τσιμπάω, τσιμπώ, σουφρώνω, βουτάω, τρυπάω, τρυπώ, πέφτω κάθετα, καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ, βουτάω, σουφρώνω, τραχύς, άγριος, τσούζω, τσιμπάω, σουφρώνω, κλέβω, τρυπάω, τρυπώ, κάνω ένεση, κλέβω, καίω, τσιμπάω, τσιμπώ, πονάω, κάνω ευθανασία, τσούζει, καίει, σηκώνω, κάνω τράκα, βουτάω, σουφρώνω, σουφρώνω, σουφρώνω, αρπάζω, κλέβω, διαπράττω μικροκλοπές, σουφρώνω, σκοτώνω, δαγκώνω, αφαιρώ, βγάζω, παίρνω, παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι, κάνω ένεση, σκουντάω, σκουντώ, κλέβω, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, κλέβω, σουφρώνω, βουτάω, με παίρνει ο ύπνος, ενθουσιάζομαι, βουτιά, κουτουλάω, κάνω μια βουτιά, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, τρώω τούμπα, τσαντίζομαι, κινώ το ενδιαφέρον, εγείρω το ενδιαφέρον, χιμώ, βουτώ, εξοργίζομαι, φρικάρω, τα παίρνω στο κρανίο, κάνω ευθανασία, με πιάνει κρίση, κοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι, κοιμάμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, παίρνω έναν υπνάκο, κάνω ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, αποκοιμιέμαι, φρικάρω με κτ, κλέβω κτ από κπ, παθαίνω κρίση, κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση, βαράω φλέβα, χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ, σουφρώνω κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης piquer

κάνω ευθανασία

(un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vétérinaire a dû piquer notre cochon d'Inde parce qu'il était très malade.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guêpe a piqué Maggie au pied.
Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne touche pas cette plante, elle pique.
Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει.

σουφρώνω, βουτάω

(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as acheté ce collier ou tu l'as piqué ? J'ai piqué ces fleurs au parc !
Το αγόρασες εκείνο το κολιέ ή το σούφρωσες;

τρυπάω, τρυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'aiguille piqua le doigt de Martha.
Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας.

πέφτω κάθετα

(αεροσκάφος)

καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ

verbe intransitif (avec quelque chose de pointu) (μεταφορικά: κπ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aïe ! Tu m'as piqué avec ton stylo !

βουτάω, σουφρώνω

verbe transitif (familier : voler) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian a piqué une part de pizza en cachette.
Ο Μπράιαν βούτηξε ένα κομμάτι πίτσα όταν δεν έβλεπε κανείς.

τραχύς, άγριος

verbe intransitif (visage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ne s'était pas rasé de la semaine et ses joues la piquèrent quand elle l'embrassa.

τσούζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un antiseptique sur une plaie ouverte pique très fort.

τσιμπάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aïe ! Ces épines piquent !

σουφρώνω

verbe transitif (familier : voler) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le voleur piqua plusieurs objets pendant que le commerçant était occupé avec un client.

κλέβω

verbe transitif (familier : voler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cambrioleur a piqué plusieurs bijoux avant l'arrivée de la police.

τρυπάω, τρυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Piquez le fond de tarte, puis cuisez-le à blanc jusqu'à ce qu'il soit doré.

κάνω ένεση

verbe transitif (familier) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jon se piquait à la méthamphétamine et s'est fait arrêter.

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs m'ont piqué (or: chouré) mon iPhone quand j'avais le dos tourné.

καίω

verbe transitif (froid) (μεταφορικά: λόγω παγετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gel mordait les fleurs.
Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette écharpe me pique (or: gratte) le cou.
Αυτό το κασκόλ με τσιμπάει στο λαιμό.

πονάω

verbe transitif (froid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'air froid piqua (or: mordit) le visage des femmes.

κάνω ευθανασία

verbe transitif (un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσούζει, καίει

(ελαφρός, οξύς πόνος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Si tu te brûles, ça va piquer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κάψιμο στο πόδι του έτσουζε πολύ, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μία φορά.

σηκώνω

verbe transitif (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le voleur a piqué le portefeuille du monsieur.
Ο κλέφτης βούτηξε το πορτοφόλι του άντρα.

κάνω τράκα

verbe transitif (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À court de cigarettes, Amy en piqua une à son amie.

βουτάω, σουφρώνω

(familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim a piqué de l'argent à sa mère.

σουφρώνω

(familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred a piqué un paquet de cigarettes chez le buraliste.

σουφρώνω

verbe transitif (familier : voler)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

(κάνω δικό μου κάτι ξένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui m'a pris mon stylo (or: qui a pris mon stylo) ?

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπράττω μικροκλοπές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σουφρώνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On m'a volé mon cahier de chimie !
Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας.

σκοτώνω

(un animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leur chien a été abattu par un tireur de la police.
Το σκυλί τους σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή της αστυνομίας.

δαγκώνω

(serpent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le serpent le mordit à la jambe sans prévenir.

αφαιρώ, βγάζω, παίρνω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils dépouillèrent la voiture volée de tout ce qui avait de la valeur.
Αφαίρεσαν τα πολύτιμα εξαρτήματα από το αυτοκίνητο.

παίρνω κάτι και εξαφανίζομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ένεση

(Médecine) (σε κπ/κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le tableau indique que personne n'a fait d'injection au patient.
Το διάγραμμα δείχνει ότι κανείς δεν έκανε ένεση στον ασθενή.

σκουντάω, σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Donne-lui un petit coup de coude histoire de le réveiller.
Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει.

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben enfonça son doigt dans le gâteau pour voir s'il était cuit.
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les garçons ont réussi à se tirer avec une pomme dans chaque main avant que le fermier ne les chasse.

σουφρώνω, βουτάω

verbe transitif (familier) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mère de Rick lui avait dit qu'il ne pouvait pas avoir de biscuits, mais il en a quand même chipé un dans la boîte.

με παίρνει ο ύπνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il s'est assoupi alors qu'il conduisait et il a démoli sa voiture.
Τον πήρε ο ύπνος ενώ οδηγούσε και κατέστρεψε το αυτοκίνητό του.

ενθουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βουτιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι ωραία να πηγαίνεις για μια βουτιά τις ζεστές μέρες.

κουτουλάω

(μτφ, ανεπ: από τη νύστα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les étudiants ont commencé à s'assoupir pendant le cours qui était long.

κάνω μια βουτιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joachim est allé se baigner dans le lac avant le déjeuner.

είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand j'ai dit à mon patron ce qui s'était passé, il est sorti de ses gonds.

τρώω τούμπα

(populaire, vulgaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσαντίζομαι

(familier) (καθομιλουμένη: θυμώνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand elle va voir comment j'ai abîmé sa voiture, elle va piquer une crise !

κινώ το ενδιαφέρον

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les bruits qu'il entendait dans l'escalier piquaient sa curiosité.

εγείρω το ενδιαφέρον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Votre mention d'une ouverture de poste a vraiment piqué ma curiosité (or: suscité mon intérêt).

χιμώ, βουτώ

(oiseau de proie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'aigle fondit sur le lapin.
Ο αετός χίμηξε προς το κουνέλι.

εξοργίζομαι

locution verbale (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φρικάρω

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je vais dire à mes parents que j'arrête l'école, ils vont piquer une crise (or: criser).
Όταν πω στους γονείς μου ότι θα παρατήσω το σχολείο, θα φρικάρουν.

τα παίρνω στο κρανίο

(ανεπ: έξαλλος από θυμό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μπαμπάς τα πήρε στο κρανίο όταν έμαθε ότι με απέβαλαν από το σχολείο για δυο μέρες.

κάνω ευθανασία

verbe transitif (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ça m'a déchiré le cœur de faire piquer mon chat.

με πιάνει κρίση

(figuré, familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Manu a tout simplement pété les plombs quand il s'est rendu compte qu'on avait piqué sa moto.

κοιμάμαι

(ελαφρά)

Fred a fait un somme après le travail.
Ο Φρεντ πήρε έναν υπνάκο μετά τη δουλειά.

λαγοκοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bill était en train de piquer un somme dans son fauteuil lorsqu'on a sonné à la porte.
Ο Μπιλ λαγοκοιμόταν στην καρέκλα του όταν χτύπησε το κουδούνι.

κοιμάμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω έναν υπνάκο

(familier : dormir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών

verbe pronominal (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thomas se pique depuis qu'il a 15 ans.

αποκοιμιέμαι

locution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai piqué du nez et j'ai planté la voiture.
Αποκοιμήθηκα στο τιμόνι και τράκαρα το αμάξι.

φρικάρω με κτ

(familier) (αργκό)

Papa a piqué une crise à propos du bazar que les enfants avaient fait dans la cuisine.
Ο μπαμπάς φρίκαρε με την ακαταστασία που είχαν δημιουργήσει τα παιδιά στην κουζίνα.

κλέβω κτ από κπ

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παθαίνω κρίση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'enfant fait une crise quand il n'aime pas ce qu'il mange.

κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση

verbe pronominal (familier, populaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Regarde l'état de ses bras, je suis sûr qu'il se pique.
Τα σημάδια στα χέρια του έδειχναν ότι βάραγε συχνά ενέσεις.

βαράω φλέβα

(familier)

À 15 ans, Thomas se piquait déjà à l'héroïne.

χτυπάω κπ/κτ με κτ, πιέζω κπ/κτ με κτ

(avec un couteau, fourchette)

Il planta son couteau dans sa viande pour voir si elle était bien rouge.

σουφρώνω κτ από κπ/κτ

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του piquer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.