Τι σημαίνει το padres στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης padres στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του padres στο ισπανικά.

Η λέξη padres στο ισπανικά σημαίνει πατέρας, πατήρ, πατέρας, πατέρας, Πατήρ, Πατήρ, πατέρας, καθολικός παπάς, καθολικός ιερέας, πάτερ, δημιουργός, πάτερ, γαμάτος, πρεσβύτερος, ο πρεσβύτερος, τέλεια!, φανταστικά!, γονέας, γεννήτορας, τσίφτικος, μούρλια, μέγκλα, φίνος, σένιος, φοβερός, απίθανος, τέλειος, απίστευτος, απίθανος, ιερέας, δημιουργός, σχεδιαστής, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, πατέρας, στέκομαι σαν πατέρας, αρχηγός της οικογένειας, φίνα, τζιτζί, τα σπάει, ορφανός από πατέρα, πρώτοι άποικοι της Αμερικής, Πάπας, Πάτερ ήμων, Πατέρας του Έθνους, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Πάτερ ημών, η Γιορτή του Πατέρα, ανύπαντρος γονέας, φοβερός αγώνας, ανάδοχος πατέρας, άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, είμαι πατέρας, που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης padres

πατέρας

nombre masculino (γονιός αρσενικού γένους)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi padre cumple cincuenta años hoy.
Ο μπαμπάς μου είναι πενήντα χρονών σήμερα.

πατήρ, πατέρας

nombre masculino (εκκλησία, θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Perdóneme, padre, porque he pecado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πατήρ (or: πατέρας) Ιωάννης θα έρθει σε λίγο.

πατέρας

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Freud es el padre del psicoanálisis.
Ο Φρόυντ είναι ο πατέρας της ψυχανάλυσης.

Πατήρ

(teología, Dios) (επίσημο)

¡Padre, no permitas que vuelva a sufrir!
Μη με αφήνεις να υποφέρω άλλο, Θεέ μου!

Πατήρ

nombre masculino (Trinidad)

πατέρας

(για ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El padre del caballo ganó muchas carreras.

καθολικός παπάς, καθολικός ιερέας

nombre masculino (cura)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πάτερ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημιουργός

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Fue como un padre para una nueva generación de computadoras.
Ήταν ο δημιουργός μιας νέας γενιάς υπολογιστών.

πάτερ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαμάτος

(MX, coloquial) (αργκό, χυδαίο: υπέροχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Los jóvenes opinan que este nuevo estilo está muy padre!
Οι νεαροί αποφάσισαν ότι το νέο τους στυλ ήταν γαμάτο (or: σούπερ)!

πρεσβύτερος

adjetivo (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El alcalde está siguiendo los pasos de su padre y el Sr. Smith padre dice que está muy orgulloso de los logros de su hijo.

ο πρεσβύτερος

nombre masculino

Walter padre es profesor de instituto.

τέλεια!, φανταστικά!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Puedes venir el sábado? ¡Genial!
Θα μπορέσεις να έρθεις το Σάββατο; Τέλεια!

γονέας

(genérico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ser buenos padres puede ser trabajo duro.
Το να είσαι καλός γονέας μπορεί να είναι σκληρή δουλειά.

γεννήτορας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τσίφτικος, μούρλια, μέγκλα

(υπέροχος, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pasamos estupendo en el concierto.

φίνος, σένιος

(παλαιό, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Larry contó una historia genial en la fiesta.
Ο Λάρυ διηγήθηκε μια φίνα ιστορία στο πάρτυ.

φοβερός, απίθανος, τέλειος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall se compró un carro sensacional.

απίστευτος, απίθανος

(ES, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh, eres una chica tan guay y encantadora.

ιερέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El sacerdote condujo a la congregación en oración.
Ο ιερέας οδήγησε το εκκλησίασμα σε προσευχή.

δημιουργός, σχεδιαστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El inventor de Prada es muy rico.

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Tienes un coche nuevo? ¡Genial!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

πατέρας

locución nominal masculina (μεταφορικά: ιδρυτής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los Padres Fundadores de la Constitución de los Estados Unidos desconfiaban del gobierno.
Οι πατέρες του Αμερικανικού Συντάγματος ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στην κυβέρνηση.

στέκομαι σαν πατέρας

locución verbal (συμπαραστέκομαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El director del orfanato es un padre para los niños a su cargo.
Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου στέκεται σαν πατέρας στα παιδιά που έχει στη φροντίδα του.

αρχηγός της οικογένειας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φίνα, τζιτζί

(παλαιό, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Genial! ¡Tienes el nuevo juego del Señor de los Anillos!
Τέλεια! Πήρες το καινούριο παιχνίδι του Άρχοντα των Δακτυλιδιών!

τα σπάει

(αργκό, μτφ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Peter observó a Sean hacer una voltereta hacia atrás y gritó, "¡Genial, tío!".

ορφανός από πατέρα

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aunque Fred se crió sin padre, tenía una gran relación con su tío y no se siente privado de cariño.

πρώτοι άποικοι της Αμερικής

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Visitamos algunos de los lugares donde se habían instalado los Padres Peregrinos.
Επισκεφθήκαμε κάποια από τα μέρη στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής.

Πάπας

nombre propio masculino (el Papa)

Cientos de personas llegaron con la esperanza de ver al Santo Padre en persona.

Πάτερ ήμων

nombre masculino (προσευχή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Πατέρας του Έθνους

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los Padres Fundadores se retorcerían en su tumba si vieran el estado de nuestro país hoy en día.

ο Υιός του Θεού ο Μονογενής

nombre propio masculino (cristianismo) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πάτερ ημών

nombre masculino (προσευχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando íbamos a la escuela nos hacían recitar el padrenuestro todos los días, pero por entonces casi nadie sabía lo que significaba la oración.

η Γιορτή του Πατέρα

nombre propio masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Este año el Día del Padre cae el domingo 21 de junio.

ανύπαντρος γονέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es madre soltera: tuvo el hijo sin casarse.

φοβερός αγώνας

(εμφατικός τύπος)

ανάδοχος πατέρας

άτομο με Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είμαι πατέρας

(με γενική: ενός παιδιού)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El lord ha engendrado a dieciséis hijos con nueves esposas.

που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του padres στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του padres

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.