Τι σημαίνει το opt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opt στο Αγγλικά.

Η λέξη opt στο Αγγλικά σημαίνει διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω να συμμετέχω, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ, υιοθετώ, επιλέγω να μην κάνω κτ, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, εξαίρεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opt

διαλέγω, επιλέγω

verbal expression (choose to do)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children opted to do their homework instead of their chores.

επιλέγω, διαλέγω

(choose, select)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Since it was cold out, I opted for long pants instead of shorts.
Εφόσον είχε κρύο έξω, επέλεξα (or: διάλεξα) μακρύ παντελόνι αντί για κοντό.

επιλέγω να συμμετέχω

phrasal verb, intransitive (choose to be included)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιλέγω να μην κάνω κτ

phrasal verb, intransitive (exclude yourself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had thought about swimming, but the water looked freezing so I opted out.
Σκέφτηκα να κολυμπήσω, αλλά το νερό φαινόταν παγωμένο και έτσι επέλεξα να μην το κάνω.

αποφασίζω να μην συμμετάσχω σε κτ, επιλέγω να μην συμμετέχω σε κτ

(exclude yourself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In 1992, Denmark opted out of the single European currency.
Το 1992, η Δανία επέλεξε να μην συμμετέχει στο κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα.

υιοθετώ

transitive verb (appropriate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω να μην κάνω κτ

verbal expression (decide not to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

verbal expression (choose over [sth] else) (κάτι αντί για κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We opted in favor of a smaller, more economical car.
Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι.

επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ

verbal expression (exclude yourself from doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tick this box to opt out of receiving our newsletter.

εξαίρεση

noun (choice to be excluded)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του opt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.