Τι σημαίνει το operator στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης operator στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του operator στο Αγγλικά.
Η λέξη operator στο Αγγλικά σημαίνει τηλεφωνικό κέντρο, χειριστής, χειρίστρια, διευθυντής, διευθύντρια, επενδυτής, επενδύτρια, τελεστής, μηχανορράφος, οπερατέρ, χειριστής Η/Υ, χειριστής υπολογιστή, χειριστής γερανού, αναξιόπιστος, ανέντιμος, ανειλικρινής, χειριστής μηχανοκίνητου πριονιού/σέγας, χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματος, εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, μαλαγάνας, γαλίφης, τηλεφωνητής, ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτορας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης operator
τηλεφωνικό κέντροnoun (telephone) (γενικά) If you need assistance, call the operator. |
χειριστής, χειρίστριαnoun (of a machine) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Glenn works in a factory; he's a machine operator. |
διευθυντής, διευθύντριαnoun (manager, owner) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Bridget is a hotel operator. |
επενδυτής, επενδύτριαnoun (finance: trader) (χρηματιστήριο) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Hannah is an operator in the stock market. |
τελεστήςnoun (mathematics: function) (μαθηματικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The students learned about operators in class today. |
μηχανορράφοςnoun (slang (schemer, fraud) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) James is an experienced operator and always manages to get his own way. |
οπερατέρnoun (person: cinematographer) We still need two more camera operators. |
χειριστής Η/Υ, χειριστής υπολογιστήnoun (person overseeing computer operations) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
χειριστής γερανούnoun (engineer: drives a crane) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I could never be a crane operator with my fear of heights. Δε θα μπορούσα ποτέ να γίνω χειριστής γερανού επειδή φοβάμαι τα ύψη. |
αναξιόπιστος, ανέντιμος, ανειλικρινήςnoun (figurative, slang ([sb] dishonest) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He's no fly-by-night operator: he's got years of experience and will do a good job. |
χειριστής μηχανοκίνητου πριονιού/σέγαςnoun ([sb] who operates a power saw) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χειριστής μηχανήματος, χειρίστρια μηχανήματοςnoun (person who runs a machine) |
εταιρεία κινητής τηλεφωνίαςnoun (company running a cellphone network) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλαγάνας, γαλίφηςnoun (informal, figurative ([sb] slickly competent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τηλεφωνητήςnoun ([sb] who connects phone calls) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nowadays most connections are automatic so you rarely talk to a real telephone operator. |
ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτοραςnoun (agent organizing package holidays) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quite a few tour operators have gone out of business recently. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του operator στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του operator
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.