Τι σημαίνει το oak στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης oak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oak στο Αγγλικά.
Η λέξη oak στο Αγγλικά σημαίνει βελανιδιά, βελανιδιά, γιρλάντα με φύλλα βελανιδιάς, ξύλο διατηρημένο σε τυρφώνα, φελλόδεντρο, αριά, δρύινα έπιπλα, βελανιδιά, δρυς, βελανιδιά, δρυς, με φινίρισμα από δρυ, δηλητηριώδης βελανιδιά, κόκκινη βελανιδιά, ξύλο κόκκινης βελανιδιάς, δρυς η κηρρίς, λευκή βελανιδιά, ξύλο λευκής βελανιδιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης oak
βελανιδιάnoun (tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The new house had a huge old oak in the back yard. Το νέο σπίτι είχε μια τεράστια παλιά βελανιδιά στην πίσω αυλή. |
βελανιδιάnoun (uncountable (wood) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The desk was made of solid oak. Το γραφείο ήταν φτιαγμένο από μασίφ βελανιδιά. |
γιρλάντα με φύλλα βελανιδιάςnoun (uncountable (oak leaf garland) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rachel wore some oak for the fall festival. |
ξύλο διατηρημένο σε τυρφώναnoun (wood preserved in peat bog) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φελλόδεντροnoun (tree from which cork is obtained) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cork tree is not harmed when the cork is harvested. |
αριάnoun (large variety of tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The acorns of the holm oak have a pointy shape. |
δρύινα έπιπλαnoun (articles made of oak wood) |
βελανιδιά, δρυςnoun (deciduous tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are many acorns in the yard that fell from that big oak tree. Υπάρχουν πολλά βελανίδια στην αυλή που έπεσαν από τη μεγάλη βελανιδιά. |
βελανιδιά, δρυςnoun (emblem: image of an oak tree) (εικόνα, αναπαράσταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με φινίρισμα από δρυadjective (finished with a layer of oak wood) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δηλητηριώδης βελανιδιάnoun (plant which causes skin rash) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I brushed my arm against poison oak and later broke out in a rash. |
κόκκινη βελανιδιάnoun (North American oak tree) |
ξύλο κόκκινης βελανιδιάςnoun (wood of North American tree) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δρυς η κηρρίςnoun (variety of large tree) (επίσ: είδος βελανιδιάς) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λευκή βελανιδιάnoun (North American tree) |
ξύλο λευκής βελανιδιάςnoun (wood of the white oak tree) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του oak
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.