Τι σημαίνει το nothing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nothing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nothing στο Αγγλικά.

Η λέξη nothing στο Αγγλικά σημαίνει τίποτα, τίποτα, τίποτα, μηδέν, τίποτα, τίποτα, τίποτα, καλύτερο από το τίποτα, δεν νιώθω τίποτε για, δεν με νοιάζει, αποτυγχάνω, δεν κοστίζω τίποτα, δεν κοστίζω τίποτα, δεν κάνω τίποτα, δεν κάνω τίποτα, κωλυσιεργία, που δεν κάνει τίποτα, πάμφθηνα, τζάμπα, δωρεάν, τζάμπα, για το τίποτα, χωρίς αιτία, για το τίποτα, άχρηστος, άχρηστος, άχρηστος, δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό, δεν είμαι ντυμένος, δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ, δεν έχω στοιχεία εναντίον, δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, δεν έχω να αποδείξω τίποτα, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, τουλάχιστον, δεν είναι τίποτα, δεν ξέρω τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, όσο τίποτε άλλο, ασύγκριτος, μοναδικός, πολύ κακό για το τίποτα, Πολύ κακό για το τίποτα, ελάχιστος, τίποτα απολύτως, τίποτα άλλο εκτός από, κακός μπελάς, Δεν παίζει!, δεν παίζει τίποτα, τίποτα άλλο, μόνο, αποκλειστικά, τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο, εντελώς διαφορετικός, τίποτα άλλο, τίποτε άλλο, τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα τέτοιο, τίποτα τέτοιο, καμία σχέση, τίποτα στον κόσμο, παρά, τίποτα άλλο εκτός από κτ, εντελώς, τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το ιδιαίτερο, δεν αφορώ κπ, δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ, δεν έχω καμία σχέση με κτ, δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ, δεν έχω τίποτα να πω, τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα απολύτως, τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ιδιαίτερο, δεν μετανιώνω για τίποτα, παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, για να μην αναφέρω κπ/κτ, γυμνός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nothing

τίποτα

pronoun (as object: not anything)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No, I have nothing in my pockets.
Όχι, δεν έχω τίποτα στις τσέπες μου.

τίποτα

pronoun (as subject: not anything)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nothing can stop me from getting what I want.
Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να πάρω αυτό που θέλω.

τίποτα

pronoun ([sth] unimportant) (μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
"What's wrong?" "Oh, it's nothing."
«Τι τρέχει;» «Α, δεν είναι τίποτα.»

μηδέν

noun (zero)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
My bank account was reduced to nothing after the last withdrawal.
Ο τραπεζικός μου λογαριασμός μειώθηκε στο μηδέν μετά την τελευταία ανάληψη.

τίποτα

pronoun (informal, figurative ([sth] unimpressive) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
You can eat two hot dogs? That's nothing! I can eat four at a time.
Έφαγες δύο χοτ ντογκ; Αυτό δεν είναι τίποτα! Μπορώ να φάω τέσσερα στην καθισιά μου.

τίποτα

noun (nothingness)

Do you believe that the universe was made out of nothing?
Πιστεύεις ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το τίποτα (or: μηδέν);

τίποτα

noun (figurative ([sb] insignificant) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

Don't worry about what he says. He's a nothing.
Μην ανησυχείς γι' αυτά που λέει. Είναι τιποτένιος.

καλύτερο από το τίποτα

adjective (a small gain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hate soup, but it is better than nothing since I am hungry.

δεν νιώθω τίποτε για

verbal expression (feel no affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν με νοιάζει

verbal expression (not think important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτυγχάνω

verbal expression (plan, idea: fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He felt that all his efforts had come to nothing.
Ένιωθε πως όλες οι προσπάθειές του ναυάγησαν.

δεν κοστίζω τίποτα

verbal expression (be free of charge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If they say it costs nothing, it must be a scam of some kind.
Εάν λένε πως δεν κοστίζει τίποτα, πιθανόν να είναι κάποιου είδους απάτη.

δεν κοστίζω τίποτα

verbal expression (figurative (require no effort) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Being helpful and friendly to people costs nothing.
Το να είσαι εξυπηρετικός και φιλικός με τους ανθρώπους δεν κοστίζει τίποτα.

δεν κάνω τίποτα

(fail to act)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How can you sit there and do nothing while your son sits in jail?
Πως κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα ενώ ο γιος σου είναι στη φυλακή;

δεν κάνω τίποτα

(have no occupation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωλυσιεργία

adjective (informal (politics: no action) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που δεν κάνει τίποτα

noun (informal (person: takes no action)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has great ideas, but when it's time to act on them he's a do-nothing.
Έχει φανταστικές ιδέες, αλλά όταν είναι ώρα για δράση δεν κάνει τίποτα.

πάμφθηνα, τζάμπα

expression (very cheaply)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When we were first married we bought an old couch for next to nothing. At a yard sale you can buy anything you want for next to nothing.
Όταν παντρευτήκαμε αγοράσαμε έναν παλιό καναπέ πάμφθηνα. Σε ένα παζάρι μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε θελήσεις τζάμπα.

δωρεάν, τζάμπα

adverb (freely, free)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Billy's helping old Mrs.Thomas with her yard work for nothing.

για το τίποτα

adverb (without achieving goal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I put in all that effort for nothing!

χωρίς αιτία, για το τίποτα

adverb (without good reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The little boy came up from behind and hit me for nothing.

άχρηστος

noun (slang (person: lazy) (καθομιλουμένη, προσβλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In my opinion, Jake is nothing but a lazy good-for-nothing.

άχρηστος

adjective (informal (person: lazy) (αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My brother's a good-for-nothing scrounger.

άχρηστος

adjective (informal (useless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My Dad thinks I wasted 4 years of college on a good-for-nothing Philosophy degree.

δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό

verbal expression (have no similarities or shared interests)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At first glance she seems to have nothing in common with her boyfriend.

δεν είμαι ντυμένος

verbal expression (informal (be naked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't come in! I've got nothing on!

δεν πιάνω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω μία μπροστά σε κπ/κτ, δε λέω τίποτα μπροστά σε κπ/κτ

verbal expression (slang (be inferior) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard is lovely, but he's got nothing on his brother.
Ο Ρίτσαρντ είναι πολύ καλός, αλλά δεν πιάνει μία μπροστά στον αδερφό του.

δεν έχω στοιχεία εναντίον

verbal expression (informal (have no evidence against) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police can't arrest me. They've got nothing on me!
Οι αστυνομικοί δεν μπορούν να με συλλάβουν. Δεν έχουν στοιχεία εναντίον μου!

δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος

verbal expression (be idle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα

verbal expression (risk nothing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You have nothing to lose by applying to the university.
Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο.

δεν έχω να αποδείξω τίποτα

verbal expression (not need to justify)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι

(receive no news of [sb], [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since Mark moved to London, I have heard nothing from him.

τουλάχιστον

expression (at least)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a long flight, but if nothing else, you can finish reading that novel.

δεν είναι τίποτα

expression (informal (it is not important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"What's the problem?" "Oh, it's nothing."

δεν ξέρω τίποτα

(be ignorant) (για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know nothing about that.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

verbal expression (be ignorant of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm ashamed to say I know nothing of American literature.

δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ

transitive verb (have no experience of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is often said that the Royal Family know nothing of real life.

όσο τίποτε άλλο

adverb (in a unique way)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sound of babies crying irritates me like nothing else.

ασύγκριτος, μοναδικός

adjective (unique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The train ride through the Swiss Alps was like nothing else.

πολύ κακό για το τίποτα

noun (fuss for little reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πολύ κακό για το τίποτα

noun (Shakespeare play)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελάχιστος

noun (very little)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After paying that huge telephone bill, I have next to nothing left in the bank. She managed to prepare a sumptuous meal from next to nothing.
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

τίποτα απολύτως

pronoun (not anything)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've got nothing at all suitable to wear for the party!

τίποτα άλλο εκτός από

adverb (only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have nothing but admiration for people who can speak several languages.

κακός μπελάς

noun (informal (continual cause of annoyance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This washing machine is nothing but trouble.

Δεν παίζει!

interjection (informal (refusal: certainly not) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν παίζει τίποτα

expression (informal (no activity) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pete went to the bar, but there was nothing doing there, so he headed home.

τίποτα άλλο

pronoun (not anything more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I'm in the mood for ice cream, nothing else will do. There is nothing else to say.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πω.

μόνο, αποκλειστικά

preposition (only, solely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nothing else but violin is needed to complete this orchestration.

τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο

pronoun (not anything specific)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nothing in particular is needed to complete this decor.

εντελώς διαφορετικός

expression (completely unlike)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chicken tastes nothing like shrimp.

τίποτα άλλο, τίποτε άλλο

pronoun (not any additional thing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's nothing more the doctors can to do to help Jim.

τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από

expression (merely, solely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sympathy is nothing more than the understanding of someone else's feelings.

τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο

noun (not a lot) (σημασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is nothing much happening downtown today.

τίποτα τέτοιο

noun (not that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They thought we were coming for a visit, but we had planned nothing of the kind.

τίποτα τέτοιο

noun (not at all as described)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've done nothing of the sort!

καμία σχέση

interjection (not at all) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I heard that you borrowed Jane's car without asking her." "Nothing of the sort!"

τίποτα στον κόσμο

noun (not anything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nothing on earth can keep me from the man I love. Nothing on earth will persuade me to talk in front of an audience.

παρά

expression (actually, in fact)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Some Americans think government oversight of health care is nothing other than socialism.
Ορισμένοι Αμερικανοί θεωρούν ότι η αμέλεια που δείχνει η κυβέρνηση για την υγεία δεν είναι παρά σοσιαλισμός.

τίποτα άλλο εκτός από κτ

expression (with noun: only)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nothing short of a full apology will mollify him.

εντελώς

expression (with adjective: utterly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His behaviour was nothing short of rude.

τίποτα το ιδιαίτερο

noun (no unusual thing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nothing special happened that day.

τίποτα το ιδιαίτερο

noun (not very good)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The film was nothing special.

δεν αφορώ κπ

verbal expression (not concern [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stop listening in to our conversation; this is nothing to do with you.
Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά!

δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ

verbal expression (be unrelated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You would think that volcanoes have nothing to do with the weather, but they do. My bad mood today has nothing to do with the weather.

δεν έχω καμία σχέση με κτ

verbal expression (not get involved)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll have nothing to do with your plan to steal gold from Fort Knox.

δεν έχω καμία σχέση με κτ/κπ

verbal expression (not associate with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've had nothing to do with my ex-husband since our divorce.

δεν έχω τίποτα να πω

preposition (no information or opinion about) (για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the reporter asked about his alleged affair, he answered "I have nothing to say about that."

τίποτα το ιδιαίτερο

expression (figurative, informal (unremarkable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I enjoyed his last film, but this new one is nothing to write home about.

τίποτα απολύτως

pronoun (not anything)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I will have nothing whatsoever to do with that boy, he's awful!

τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ιδιαίτερο

noun ([sth] unremarkable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's not a bad restaurant but it's nothing out of the ordinary.

δεν μετανιώνω για τίποτα

(feel no remorse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω σιωπηλός, δεν λέω τίποτα

verbal expression (remain silent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A defendant has the right to say nothing in a court of law.

δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ

verbal expression (not mention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She said nothing of her upcoming surgery for fear her family would worry. You don't need to thank me - say nothing of it!

για να μην αναφέρω κπ/κτ

expression (not to mention) (έμφαση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυμνός

adjective (naked, nude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nothing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nothing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.