Τι σημαίνει το nó στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nó στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nó στο πορτογαλικά.
Η λέξη nó στο πορτογαλικά σημαίνει κόμπος, ρόζος, κόμβος, κόμβος, κόμπος, κόμπος, κόμπος, κόμπος, ρόζος, όζος, όζος, ρόζος, κόμπος, νομπέλιο, κόμβος, όγκος, ουσία, θηλιά, σε, κόμπος, εγκοπή, υπό, μάζα, άρθρωση των δακτύλων, κάνω κόμπο, δένω κόμπο, γίνομαι κόμπος, υπεράκτιος, λογικός, συνετός, θητεία, λιανικό εμπόριο, ανάμεσα, μέσα, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, με παίρνει ο ύπνος, ασφαλισμένος, που επιβιώνει, μικρο-, ψιλο-, ανάμεσα, μεταξύ, κοιμάμαι, ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, αντικαθιστώ, σπαταλάω, σπαταλώ, τα βάζω με κπ, βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο, βαθιά, σημειώνω, γράφω, κορυφαίος, ανώτατος, αμέσως, κατευθείαν, απευθείας, μανίκι, ζόρι, πακέτο, ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά, κρυφός, ενημερωμένος, Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!, Πιάσε κόκκινο!, ανακατεύομαι, μπερδεύομαι, με παίρνει ο ύπνος, αγνοώ, δεν κάνει καμία διαφορά, μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια, με χρεωστικό υπόλοιπο, παίρνω χαμπάρι, μαγειρεμένος στον ατμό, πολύ σφιχτός, κολλητός, στη σκηνή, παλαιομοδίτικος, αναχρονιστικός, παλιακός, ξεπερασμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με τα μούτρα στη δουλειά, σε οίστρο, δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια, είμαι γρήγορο πιστόλι, απρόσεκτος, αμελής, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, προσγειωμένος, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, υπεύθυνος, εντός ρυθμού, με θετικό ισολογισμό, με διαθέσιμα χρήματα, με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να, στη μέση, σκοτίζω, ζαλίζω, που εκπίπτει από τον φόρο, που έχει τον έλεγχο, καθ' οδόν, μείον, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, που έχει μπει στο πετσί του ρόλου, κορυφαίος, που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ, πολύ κοντά στην αλήθεια, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, μεγαλωμένος στην επαρχία, afab, τώρα, γενικά, συνολικά, αυτή τη στιγμή, ψηλά, πάνω, συνολικά, ψηλά, στην άλλη σελίδα, καταγής, κατάχαμα, αν και, εκεί, στην ενδοχώρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nó
κόμποςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ted tentou soltar o nó da corda, mas não conseguiu. Ο Τεντ προσπάθησε να χαλαρώσει τον κόμπο στο σχοινί, αλλά δεν μπορούσε. |
ρόζοςsubstantivo masculino (na madeira) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Havia um nó no tronco de árvore alguns metros acima. Υπήρχε ένας ρόζος στον κορμό του δέντρου λίγα πόδια πιο πάνω. |
κόμβοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμβοςsubstantivo masculino (unidade de velocidade) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O navio estava viajando a quatro nós. Το πλοίο ταξίδευε με τέσσερις κόμβους. |
κόμποςsubstantivo masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Amanda tentou desembaraçar os nós de seus cabelos. Η Αμάντα προσπάθησε να βγάλει με τη βούρτσα τους κόμπους από τα μαλλιά της. |
κόμποςsubstantivo masculino (tensão muscular) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Seth tentou massagear um nó no músculo de seu ombro. |
κόμποςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμποςsubstantivo masculino (na madeira) (ξύλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρόζος, όζοςsubstantivo masculino (na madeira) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
όζος, ρόζοςsubstantivo masculino (na madeira) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κόμποςsubstantivo masculino (protuberância pequena) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νομπέλιοsubstantivo masculino (nobélio) (χημεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O No é um elemento com número atômico 102. |
κόμβοςsubstantivo masculino (velocidade náutica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
όγκοςsubstantivo masculino (coisa torcida) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ουσίαsubstantivo masculino (ponto importante ou essencial) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θηλιάsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σε(associado a) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Ele está no time de futebol há vários anos. Είναι στην ποδοσφαιρική ομάδα εδώ και αρκετά χρόνια. |
κόμποςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O nó Carrick permite conectar dois cabos de ancoragem um ao outro. |
εγκοπήsubstantivo masculino (em madeira) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O artesão cortou um nó no topo da dobradiça. |
υπόpreposição (sujeito a) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O produto ainda está na garantia. Το προϊόν είναι ακόμα υπό εγγύηση. |
μάζα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άρθρωση των δακτύλων(dos dedos) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sean socou o saco com tanta força que abriu suas juntas. Ο Σων χτύπησε τον σάκο τόσο δυνατά που έσπασε την άρθρωση των δακτύλων του. |
κάνω κόμπο, δένω κόμποexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Erin deu um nó na corda. Η Έριν έδεσε κόμπο το σχοινί. |
γίνομαι κόμποςexpressão verbal (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) O estômago de Brian deu um nó com aquele pensamento. |
υπεράκτιος(estrangeirismo, no oceano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carl trabalha em uma plataforma de petróleo offshore. Ο Καρλ εργάζεται σε μια υπεράκτια εξέδρα άντλησης πετρελαίου. |
λογικός, συνετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θητεία(período no poder) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λιανικό εμπόριο(venda nas lojas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανάμεσα, μέσα(rodeado por) (στη μέση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A fazenda do Josué se situa entre os milharais no leste do estado de Kansas. |
θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας(aposentar: alguém ou algo obsoleto) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με παίρνει ο ύπνος(BRA) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele cochilou enquanto dirigia e destruiu o carro dele. Τον πήρε ο ύπνος ενώ οδηγούσε και κατέστρεψε το αυτοκίνητό του. |
ασφαλισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Οι πίνακες της συλλογής δεν είναι όλοι ασφαλισμένοι. |
που επιβιώνει(formal: com saldo positivo) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικρο-, ψιλο-
Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι. |
ανάμεσα, μεταξύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Havia pérolas e moedas de ouro estavam entre os tesouros do baú. Entre as vítimas do terremoto estava um homem de 60 anos. Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. |
κοιμάμαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά(tornar-se mais realista) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντικαθιστώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A professora de vocês teve uma emergência, por isso vou substituí-la nesta aula. Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ. |
σπαταλάω, σπαταλώ(oportunidade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele desperdiçou suas chances na faculdade por não estudar o suficiente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην ξοδεύεις αλόγιστα τα λεφτά σου. |
τα βάζω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu odeio ele, está sempre me criticando. Τον μισώ, συνεχώς μου την μπαίνει. |
βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy precisava de dinheiro para pagar algumas contas, então penhorou um colar até o dia do pagamento. Η Νάνσυ χρειαζόταν χρήματα να πληρώσει μερικούς λογαριασμούς και έτσι έβαλε ενέχυρο το κολιέ της μέχρι την ημέρα που θα πληρωνόταν. |
βαθιά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O submarino estava bem no fundo da superfície da água. Το υποβρύχιο βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' την επιφάνεια του νερού. |
σημειώνω, γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vou anotar essas informações no meu caderno. Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου. |
κορυφαίος, ανώτατος(figurativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσως, κατευθείαν, απευθείας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando ele recebeu a ligação, Mark deixou a reunião imediatamente e não voltou. |
μανίκι, ζόρι, πακέτο(BRA, gíria: coisa desagradável) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cortar a grama no verão é um saco. Το να κουρεύεις το γκαζόν το καλοκαίρι είναι μανίκι. |
ψάχνω εξονυχιστικά, ερευνώ εξονυχιστικά
|
κρυφός(ofensivo, gíria: secretamente gay) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενημερωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Simon vai fazer 40 na próxima semana? Frisga! |
Πιάσε κόκκινο!(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tanto Jane quanto Loob responderam, "sorvete", então gritaram "Frisga!" |
ανακατεύομαι, μπερδεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
με παίρνει ο ύπνος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγνοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν κάνει καμία διαφορά(não há diferença) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια(informal, vulgar, gíria, ofensivo!) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με χρεωστικό υπόλοιποlocução adjetiva (conta: em débito) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παίρνω χαμπάριexpressão (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν τον είχα πάρει καν χαμπάρι πριν τον δω σε αυτήν τη ρομαντική κωμωδία. Τώρα είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός! |
μαγειρεμένος στον ατμόlocução adjetiva (cozido) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando eu estava de dieta, só comia vegetais no vapor. Όταν έκανα δίαιτα, έτρωγα μόνο λαχανικά μαγειρεμένα στον ατμό. |
πολύ σφιχτός, κολλητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στη σκηνήlocução adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παλαιομοδίτικος, αναχρονιστικός, παλιακός, ξεπερασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>expressão |
με τα μούτρα στη δουλειάexpressão (μτφ, καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σε οίστροadjetivo (animal: acasalamento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφιαexpressão (καθομ: για κάτι ή να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι γρήγορο πιστόλιexpressão (sacar a arma rapidamente) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απρόσεκτος, αμελήςexpressão (informal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσειlocução adjetiva (acabado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσγειωμένοςlocução adjetiva (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Marilyn é uma pessoa muito com os pés no chão. Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση. |
κατασκευασμένος στο εξωτερικόlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu estou tentando descobrir quem está no comando aqui. Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα. |
εντός ρυθμού(dança) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με θετικό ισολογισμό, με διαθέσιμα χρήματαlocução adjetiva (οικονομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στη μέσηlocução adjetiva (για εμπόδια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοτίζω, ζαλίζωlocução adverbial (importunar a alguém para fazer algo) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το αφεντικό μου με ζαλίζει για τις καθυστερημένες αναφορές. |
που εκπίπτει από τον φόροlocução adjetiva (que pode ser abatido no total de impostos) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει τον έλεγχοlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθ' οδόνexpressão (enviado) (για ταχυδρομική αποστολή) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μείονlocução adjetiva (figurado: com saldo negativo) A empresa estava no vermelho havia anos, mas sob o novo diretor executivo, recuperou-se completamente. Η εταιρεία ήταν μείον για χρόνια, αλλά ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος την επανέφερε ολοκληρωτικά. |
χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει μπει στο πετσί του ρόλουlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κορυφαίος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ(BRA, figurado, em falta de algo) (χρήματα, χρονος κ.τ.λ.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ κοντά στην αλήθεια(figurado:muito perto da verdade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτιexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγαλωμένος στην επαρχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
afablocução adjetiva (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τώραlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Steve não tem um emprego no momento. Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα. |
γενικά, συνολικάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No geral, ele fez um bom trabalho. Γενικά (or: συνολικά) έκανε αρκετά καλή δουλειά. |
αυτή τη στιγμήadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No momento, estou no supermercado. Αυτή τη στιγμή είμαι στο σούπερ μάρκετ. |
ψηλά, πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A multidão olhou para os aviões circulando no alto. Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους. |
συνολικάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chega a $ 35,00 no total. Το ποσό είναι $35,00 συνολικά. |
ψηλά(no ar) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην άλλη σελίδαlocução adverbial (página: do outro lado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καταγής, κατάχαμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αν και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην ενδοχώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nó στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του nó
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.