Τι σημαίνει το niveau στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης niveau στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του niveau στο Γαλλικά.
Η λέξη niveau στο Γαλλικά σημαίνει επίπεδο, επίπεδο, βαθμός, αλφάδι, επίπεδο, αλφάδι, όροφος, επίπεδο, επίπεδο, οδηγός, επίπεδο, έτος, βαθμίδα, ορόσημο, σταθερό επίπεδο, όροφος, διαβαθμισμένος, παγκόσμια, παγκοσμίως, διεθνώς, παγκοσμίως, ικανοποιητικός, αρτιότητα, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, στο εσωτερικό, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, επανάληψη, υψηλόβαθμος, χαμηλό, σε, κάνω επανάληψη, κρατικός, καλούτσικος, ικανοποιητικός, επαρκής, ικανός, χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίος, άνω-ενδιάμεσος, αναπτυξιακά, στο ίδιο επίπεδο, ισότιμος με κτ, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, βυθομετρική ράβδος, επαναληπτικό μάθημα, ίσαλος γραμμή, γραμμή ανώτατης στάθμης, επανεκπαίδευση, διαγώνισμα, κατώτερο τμήμα ποταμού, επίπεδο ενέργειας, καλά Αγγλικά, ισόγειο, υψηλό βιοτικό επίπεδο, δόκιμη, επίσημη γλώσσα, κατώτατη κοινωνική τάξη, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, επιτυχία ανευ προηγουμένου, μειωμένο επίπεδο, βιοτικό επίπεδο, κάτοψη, στάθμη της θάλασσας, προπαρασκευαστικό μάθημα, προπαρασκευαστικά μαθήματα, τοπογραφικό, ενδιάμεσο επίπεδο, τιμή, εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις, ισόπεδη διάβαση, επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτων, αξιολόγηση κατηγορίας, το ύψος των ματιών, πιάνω πάτο, στάθμη του νερού, ηθικολογία, ανώτατος, υψηλές προσδοκίες, εξαρτήματα αναβάθμισης, ικανός για κτ, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, ξηλώνονται οι ραφές, ανεβάζω τον πήχυ, ανεβάζω στροφές, ανεβαίνω επίπεδο, τυποποιώ, μεσαίος, ενδιάμεσος, προπτυχιακός, τεντωμένος, τσιτωμένος, σε όλη την επικράτεια, χαμηλά, κάτω, σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτεια, αναπτυξιακά, στο ίδιο επίπεδο με, ισοϋψής καμπύλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης niveau
επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel niveau du jeu vidéo as-tu atteint ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαι στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού. |
επίπεδοnom masculin (βαθμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel niveau a-t-il atteint dans la hiérarchie ? Τι επίπεδο έχει φτάσει στην ιεραρχία; |
βαθμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y avait un haut niveau d'hostilité. Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας. |
αλφάδιnom masculin (outil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Melanie vérifia que la table était plate en utilisant un niveau. Η Μέλανι χρησιμοποίησε ένα αλφάδι για να βεβαιωθεί ότι το τραπέζι ήταν επίπεδο. |
επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est un bon jeu parce qu'il permet à tout le monde de jouer au même niveau. Αυτό το παιχνίδι είναι καλό γιατί υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν στην ίδια βάση. |
αλφάδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Amène-moi le niveau, j'aimerais voir si l'étagère est droite. |
όροφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Loretta habitait au troisième étage. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έμενε στον τρίτο όροφο. |
επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La qualité de votre travail doit impérativement être d'un excellent niveau. Η δουλειά σου πρέπει να γίνει με υψηλά στάνταρ. |
επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'étudie le niveau 6 en violon. Μελετάω για την έκτη βαθμίδα στο πιάνο. |
οδηγόςnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Utilisez un niveau quand vous montez un mur en briques. |
επίπεδοnom masculin (figuré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son niveau de moralité est supérieur à celui de la plupart d'entre nous. |
έτος(Scolaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαθμίδα(gâteau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το θέατρο Μίνακ στην Κορνουάλη έχει σειρές καθισμάτων λαξευμένα στον βράχο. |
ορόσημο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) D'ici la fin de l'année scolaire, tous les élèves de CE2 devront avoir atteint ce niveau. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, όλοι οι μαθητές της τρίτης τάξης θα πρέπει να είναι σε αυτό το επίπεδο. |
σταθερό επίπεδο
Bridget sentait qu'elle avait atteint un plateau dans sa carrière. Η Μπρίτζετ αισθανόταν πως είχε φτάσει σε μια σταθερότητα στην καριέρα της. |
όροφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce bâtiment a quatre étages (or: cinq niveaux). Αυτό το κτίριο έχει πέντε ορόφους. |
διαβαθμισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les cahiers d'exercices contiennent une série de tâches classées par niveau à faire faire aux élèves. |
παγκόσμια, παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διεθνώς, παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ικανοποιητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρτιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Comment évaluerais-tu l'adéquation de ce logement ? |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο. |
στο εσωτερικό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Γκάρι θέλει να φρεσκάρει τα ισπανικά του πριν πάει στη Μαδρίτη. |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανάληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υψηλόβαθμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En général, ils faisaient ce que le haut fonctionnaire leur disait. |
χαμηλό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) L'action avait atteint son minimum cette année. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο. |
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il y a eu une baisse des inscriptions au dernier trimestre. |
κάνω επανάληψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une décision qui est prise au niveau de l'État. |
καλούτσικοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leur nouveau gardien de but n'est pas au niveau. |
ικανοποιητικός, επαρκήςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'ai pas eu le poste de guide touristique parce que mon espagnol n'était pas au niveau. |
ικανόςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πολλοί πιστεύουν ότι ο διευθυντής μας δεν είναι ικανός. |
χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίοςnom masculin (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
άνω-ενδιάμεσος(élève, personne,…) (επίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αναπτυξιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο ίδιο επίπεδο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι γραμμές του τρένου και ο δρόμος ήταν στο ίδιο επίπεδο εκεί που διασταυρώνονταν και έτσι ο κόσμος μετά βίας πρόσεχε την διασταύρωση. |
ισότιμος με κτ
|
πάνω από την επιφάνεια της θάλασσαςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βυθομετρική ράβδοςnom féminin Le mécanicien montra les jauges au client. |
επαναληπτικό μάθημαnom féminin |
ίσαλος γραμμήnom féminin |
γραμμή ανώτατης στάθμηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le niveau des hautes eaux est facile à identifier sur une plage de par une ligne de débris comme des algues. |
επανεκπαίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout le personnel navigant doit suivre une séance de révisions sur le service clients. |
διαγώνισμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατώτερο τμήμα ποταμούnom masculin (technique : d'une rivière) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίπεδο ενέργειαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καλά Αγγλικάnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il est nécessaire d'avoir un bon niveau d'anglais pour étudier dans une université anglaise. |
ισόγειοnom masculin (construction) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La plupart des bonnes photos de plantes sont prises au niveau du sol (or: au ras du sol). |
υψηλό βιοτικό επίπεδοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δόκιμη, επίσημη γλώσσαnom masculin (Informatique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατώτατη κοινωνική τάξηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλώσσα χαμηλού επιπέδουnom masculin (Informatique) (πληροφορική, προγραμματισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου. |
επιτυχία ανευ προηγουμένουadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses travaux avaient été maintes fois récompensés, mais le prix Nobel lui offrait un degré de reconnaissance sans précédent. |
μειωμένο επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιοτικό επίπεδοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le niveau de vie s'apprécie différemment selon les pays. |
κάτοψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le plan au sol montre le plan interne de la propriété. |
στάθμη της θάλασσαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un tiers des Pays-Bas se trouve au niveau voire en dessous du niveau de la mer. Le réchauffement climatique provoque la montée du niveau de la mer à l'échelle mondiale. Το ένα τρίτο της Ολλανδίας είναι στη στάθμη της θάλασσας ή κάτω από αυτή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί την αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως. |
προπαρασκευαστικό μάθημαnom masculin |
προπαρασκευαστικά μαθήματαnom masculin |
τοπογραφικόnom féminin |
ενδιάμεσο επίπεδοnom masculin Je parle plutôt bien français, par contre en hébreu, je n'ai jamais pu aller plus loin qu'un niveau intermédiaire. |
τιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσειςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισόπεδη διάβασηnom masculin (σιδηρόδρομος) |
επίπεδο δεξιοτήτων, επίπεδο ικανοτήτωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αξιολόγηση κατηγορίαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ύψος των ματιώνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω πάτο(καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του. |
στάθμη του νερούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηθικολογία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανώτατοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υψηλές προσδοκίεςnom masculin Il n'est pas difficile, il a juste un haut niveau d'exigence quand il cherche une fiancée. |
εξαρτήματα αναβάθμισηςnom féminin pluriel |
ικανός για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Êtes-vous sûr d'être à la hauteur pour ce travail ? Είσαι σίγουρος ότι είσαι ικανός για αυτή τη δουλειά; |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La dissertation de George était largement au-dessus de celles de ses camarades de classe. |
ξηλώνονται οι ραφές(ενός υφάσματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le coussin du canapé est en train de craquer au niveau des coutures et le rembourrage dépasse. |
ανεβάζω τον πήχυ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω στροφέςverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβαίνω επίπεδοverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τυποποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεσαίος, ενδιάμεσοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Peter a réussi le test et a été accepté dans la classe de niveau intermédiaire. Ο Πήτερ πέρασε το τεστ και πλέον έγινε δεκτός στην τάξη μεσαίου επιπέδου. |
προπτυχιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τεντωμένος, τσιτωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faut vraiment que je perde du poids : mon pantalon craque au niveau des coutures (or: mon pantalon a les coutures qui craquent). |
σε όλη την επικράτειαlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le match de championnat sera diffusé ce soir à l'échelle nationale (or: au niveau national). Ο αγώνας πρωταθλήματος θα μεταδοθεί απόψε σε όλη την επικράτεια. |
χαμηλά, κάτω(στα γεννητικά όργανα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Harry a des problèmes sous la ceinture. |
σε όλη τη χώρα, σε όλη την επικράτειαlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La mesure a été populaire au niveau local, mais pas au niveau de l'État. Το μέτρο ήταν δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο αλλά όχι σε όλη την πολιτεία. |
αναπτυξιακάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο ίδιο επίπεδο με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισοϋψής καμπύληnom féminin (cartographie) Les courbes de niveau connectent les points de même hauteur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του niveau στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του niveau
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.