Τι σημαίνει το neve στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης neve στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του neve στο πορτογαλικά.
Η λέξη neve στο πορτογαλικά σημαίνει χιόνι, χιονοθύελλα, εκχιονιστικό μηχάνημα, εκχιονιστικό μηχάνημα, αποκλεισμένος από το χιόνι, αποκλεισμένος από το χιόνι, κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκος, άσπρος σαν το χιόνι, που δεν έχει ορατότητα λόγω χιονιού, που δεν μπορεί να δει από το χιόνι, χιονάνθρωπος, μισολιωμένο χιόνι, χιονόμπαλα, νιφάδα, χιονοπάπουτσα, σωρός χιονιού, σωρός από χιόνι, έκταση χιονιού, υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψης, στολή για χιόνια, χιόνι, Χιονάτη, εκχιονισμός, λασπόχιονο, μηχανοκίνητο έλκηθρο, αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τ, ρούχα για το χιόνι, ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσης, χιονοπόλεμος, κάστρο από χιόνι, οχυρό από χιόνι, χιονόμπαλα, γλυπτό από χιόνι, φτυάρι, φόρμα για τα χιόνια, χιονοπόλεμος, χιόνι, αλυσίδες, ξεχιονίζω, χαλάζι, χιονιάς, εκχιονίζω, ανάχωμα, καθαρίζω κτ από το χιόνι, καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι, λεοπάρδαλη του χιονιού, φρέσκο χιόνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης neve
χιόνιsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tivemos 10 cm de neve ontem. Είχαμε 10 εκατοστά χιόνι χτες. |
χιονοθύελλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτή η χιονοθύελλα θα μας αποκλείσει τελείως. |
εκχιονιστικό μηχάνημαsubstantivo masculino (certo tipo de limpador de neve) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκχιονιστικό μηχάνημαsubstantivo masculino (veículo usado para limpar neve) |
αποκλεισμένος από το χιόνιlocução adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποκλεισμένος από το χιόνιadjetivo (coberto por neve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάτασπρος, κατάλευκος, ολόλευκοςadjetivo (cor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσπρος σαν το χιόνιadjetivo (extremamente branco) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν έχει ορατότητα λόγω χιονιού, που δεν μπορεί να δει από το χιόνιexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cego pela neve, não conseguia ver nada em meu redor. |
χιονάνθρωπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O boneco de neve que fizemos ontem está começando a derreter. As crianças adoram fazer bonecos de neve. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο χιονάνθρωπος που φτιάξαμε χτες αρχίζει να λειώνει. |
μισολιωμένο χιόνι(lama de neve derretida) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πρόσεχε: Όλοι οι δρόμοι είναι καλυμμένοι με λασπόχιονο. |
χιονόμπαλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μια χιονόμπαλα με χτύπησε στο πρόσωπό και μου έριξε τα γυαλιά. |
νιφάδα(χιονιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χιονοπάπουτσαsubstantivo feminino (calçado próprio para a neve) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
σωρός χιονιού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σωρός από χιόνι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έκταση χιονιούsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υψόμετρο μόνιμης χιονοκάλυψηςsubstantivo feminino (início da neve numa montanha) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στολή για χιόνια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χιόνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Χιονάτη(personagem fictício) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
εκχιονισμόςsubstantivo feminino (limpeza da neve das estradas) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λασπόχιονο(lama, lodo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανοκίνητο έλκηθροsubstantivo feminino (pequeno veículo para viajar na neve) |
αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τsubstantivo masculino (formato de anjo feito deitando-se na neve) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρούχα για το χιόνιsubstantivo feminino (vestimentas usadas em frio extremo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσηςsubstantivo masculino (dia em que as escolas são fechadas devido à neve) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χιονοπόλεμοςsubstantivo feminino (brincadeira: jogar bolas de neve) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάστρο από χιόνι, οχυρό από χιόνιsubstantivo masculino (estrutura construída a partir da neve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χιονόμπαλαsubstantivo masculino (ornamento em forma de cúpula com cena de neve) (διακοσμητικό αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυπτό από χιόνιsubstantivo feminino (algo feito com neve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτυάριsubstantivo feminino (pá para limpar neve) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φόρμα για τα χιόνιαsubstantivo masculino (vestimenta acolchoada em tempo frio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χιονοπόλεμοςsubstantivo feminino (brincadeira: jogar bolas de neve) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χιόνιexpressão (cume branco de uma montanha) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλυσίδες(dispositivo para pneus) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ξεχιονίζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλάζιsubstantivo feminino plural (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χιονιάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκχιονίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανάχωμα(από χιόνι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O carro derrapou na estrada e parou em um monte de neve. Το αυτοκίνητο γλίστρησε έξω από τον δρόμο και σταμάτησε σε ένα ανάχωμα από χιόνι. |
καθαρίζω κτ από το χιόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λεοπάρδαλη του χιονιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φρέσκο χιόνιsubstantivo feminino Kathy gosta de esquiar na neve fresca. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του neve στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του neve
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.