Τι σημαίνει το mère στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mère στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mère στο Γαλλικά.
Η λέξη mère στο Γαλλικά σημαίνει μητέρα, μητέρα, μητέρα, Μητέρα, μητέρα, μαμά, μητέρα, μητρικός, μαμά, μαμά, μαμά, μάνα, μαμά, μητέρα, γιαγιά, παππούς, μητριά, αδερφός εξ' αγχιστείας, θετός γονέας, προγιαγιά, γενέτειρα,πατρίδα, προγιαγιά, σκληρή μήνιγγα, προπρογιαγιά, γιαγιά, βραχώδες υπόστρωμα, από τους ίδιους γονείς, Βρετανία, η υπομονή είναι αρετή, νοικοκυρά, μητρική κάρτα συστήματος, ορφανό μοσχάρι, θετή γιαγιά, θετή μητέρα, Μητέρα Γη, μητρική φιγούρα, είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησης, ηγουμένη, βασιλομήτωρ, αιτία του κακού, ανύπαντρη μητέρα, βιολογική μητέρα, παππούς από τη μεριά της μητέρας, μητρική εταιρεία, υπερπροστατευτική γυναίκα, Μητέρα Φύση, μητέρα της νύφης, μητρική μάρκα, μητρικό πέτρωμα, η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται, Γερμανίδα νοικοκυρά, παρένθετη μητέρα, μητρική εταιρία, μαστροπός, υπερπροστατευτικός, που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα, γυναίκα με μητρικό ρόλο, ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα, μητρικός, τσατσά, ορφανός από μητέρα, παρένθετη μητέρα, εργαζόμενη μητέρα, γιαγιαδίστικος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mère
μητέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'aime ma mère de tout mon cœur. // La vie change quand on devient mère (de famille). Αγαπάω τη μάνα μου με όλη μου την καρδιά. |
μητέρα(soutenu) (ως προσφώνηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mère ! Où êtes-vous partie ? Μητέρα! Που πήγες; Μπορώ να φάω λίγο ακόμα κέικ, μητέρα; |
μητέραnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est la mère qui est en elle qui dévoile des trésors de patience. Είναι η μητέρα μέσα της που εξηγεί την ευγένεια και την υπομονή της. |
Μητέραnom féminin (couvent) (μεταξύ μοναζουσών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mère supérieure est toujours en avance pour la messe. Η Μητέρα (or: ηγουμένη) έρχεται πάντα νωρίς στη λειτουργία. |
μητέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Demandez à mère, nous verrons bien si elle nous auréole de sa bénédiction. Ρώτα τη μητέρα και δες αν είναι δεκτική στην ιδέα. |
μαμά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μητέραnom féminin (d'un animal) (για ζώα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les agneaux et leurs mères traversaient la route les uns après les autres. Τα αρνιά και οι μητέρες τους περπατούσαν κατά μήκος του δρόμου. |
μητρικόςadjectif (société, compagnie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Notre société mère est active à l'échelle internationale. Η μητρική μας εταιρεία δραστηριοποιείται διεθνώς. |
μαμά(familier, assez enfantin) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η μαμά της Σούζαν είναι πολύ καλή. |
μαμά(familier, assez enfantin) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η μαμά του Τζον ήταν από το Λονδίνο. |
μαμά, μάνα(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Maman a dit de laisser la lumière allumée pour Papa. Η μαμά λέει να αφήσεις το φως ανοικτό για τον μπαμπά. |
μαμά(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μητέραnom féminin (figuré) (μεταφορικά: με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains pensent que la diplomatie est la mère de l'inaction. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δάσκαλός μας έλεγε πάντα πως «αργία, μήτηρ πάσης κακίας». |
γιαγιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une de mes grands-mères va venir nous voir. Η μια από τις γιαγιάδες μου έρχεται να με επισκεφτεί. |
παππούς(surtout au pluriel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vous avez eu un grand-père ou une grand-mère qui aurait immigré ? // Le garçon a été élevé par ses grands-parents maternels. |
μητριάnom féminin (nouvelle femme du parent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Est-ce que ta belle-mère a hérité de toute la fortune de ton père ? Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου; |
αδερφός εξ' αγχιστείας(impropre mais courant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θετός γονέας(nouveau conjoint de la mère) Marty a un beau-père et une belle-mère aimants et il se sent bien qu'il soit chez sa mère ou son père. |
προγιαγιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'on n'avait pas encore inventé les voitures quand mon arrière-grand-mère était jeune fille. |
γενέτειρα,πατρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προγιαγιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a le même caractère et le même prénom que son arrière-grand-mère. |
σκληρή μήνιγγαnom féminin (Anatomie) |
προπρογιαγιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γιαγιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) «Τι μεγάλα δόντια που έχεις, Γιαγιά», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. |
βραχώδες υπόστρωμα(Géologie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le soubassement est une couche de roche solide sous la surface de la Terre. |
από τους ίδιους γονείς(Droit : frères, sœurs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'étaient quatre frères et sœurs germains. Και τα τέσσερα αδέρφια τους έχουν τους ίδιους γονείς. |
Βρετανία
(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
η υπομονή είναι αρετή
|
νοικοκυρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Zoe préférerait poursuivre une carrière plutôt que de devenir femme au foyer. Η Ζωή προτιμούσε να κάνει καριέρα από το να πάει να γίνει νοικοκυρά. |
μητρική κάρτα συστήματοςnom féminin (Informatique) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορφανό μοσχάριnom masculin |
θετή γιαγιάnom féminin |
θετή μητέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Μητέρα Γη
|
μητρική φιγούραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησηςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ηγουμένηnom féminin (μοναστήρι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle était la mère supérieure du couvent. |
βασιλομήτωρnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αιτία του κακού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La drogue est la cause de tous les maux. L'argent est la cause de tous les maux. Τα ναρκωτικά είναι η αιτία του κακού. Τα χρήματα είναι η αιτία του κακού. |
ανύπαντρη μητέραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle est mère célibataire depuis que son mari est mort l'année dernière. |
βιολογική μητέραnom féminin |
παππούς από τη μεριά της μητέρας(surtout au pluriel) (επιλογή ανάλογα με το φύλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mes grands-parents maternels étaient tous les deux italiens. |
μητρική εταιρείαnom féminin (μεταφορικά) |
υπερπροστατευτική γυναίκαnom féminin (figuré) |
Μητέρα Φύση
|
μητέρα της νύφηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μητρική μάρκαnom féminin (εταιρείας) |
μητρικό πέτρωμαnom féminin (Géologie) (μεταφορικά: γεωλογία) Le calcaire est la roche mère du marbre. |
η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Γερμανίδα νοικοκυρά
|
παρένθετη μητέραnom féminin |
μητρική εταιρίαnom féminin |
μαστροπόςnom féminin (populaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπερπροστατευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα(figuré) (ΗΠΑ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυναίκα με μητρικό ρόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il perdit sa mère, sa tante lui servit de figure maternelle. |
ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώναnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Enfant, je pouvais me perdre des heures dans le monde imaginaire des Contes de Ma Mère L'Oie pendant que ma grand-mère me les lisait. |
μητρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma grand-mère maternelle est née en Allemagne. Η γιαγιά μου εκ μητρός ήταν γεννημένη στην Γερμανία. |
τσατσά(populaire) (καθομιλουμένη: σε πορνείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La (mère) maquerelle assurait que tout se passait toujours sans problème dans la maison close. |
ορφανός από μητέρα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
παρένθετη μητέραnom féminin Parfois, les femmes qui ne peuvent pas avoir d'enfants ont recours à une mère porteuse. |
εργαζόμενη μητέραnom féminin |
γιαγιαδίστικοςlocution adjectivale (αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vache ! Regarde un peu cette robe de grand-mère. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mère στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mère
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.