Τι σημαίνει το memoria στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης memoria στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του memoria στο ισπανικά.
Η λέξη memoria στο ισπανικά σημαίνει μνήμη, μνήμη, μνήμη, μνήμη, ανάμνηση, συγκράτηση, ετήσια αναφορά, απώλεια μνήμης, αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω, αποστηθίζω, με πλημμυρίζουν, καλή, υπενθύμιση, buffer, απ'όσο θυμάμαι, από μνήμης, από μνήμης, εις μνήμη,σε ανάμνηση, στη μνήμη, εις μνήμη,σε ανάμνηση, ρουτίνα, RΟΜ, μακροπρόθεσμη μνήμη, συλλογική,κοινωνική μνήμη, καλή μνήμη, φωτογραφική μνήμη, μνήμη, εκμάθηση με επανάληψη, αδύναμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, χωρητικότητα μνήμης, ολοκληρωτική ανάκληση, ενσωματωμένη μνήμη, ελεύθερη μνήμη, καλή μνήμη, υποτροφία στη μνήμη, παιχνίδι μνήμης, διαρροή μνήμης, αποστήθιση, μνημείο για τους σκλάβους, λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη, μνήμη USB, μνήμη φλας, εις μνήμη, εις μνήμη,σε ανάμνηση, στη μνήμη, ξέρω απέξω, θυμίζω κτ σε κπ, ξανά-σκέφτομαι, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, αναμνηστικός, κενό, απώλεια μνήμης, πρόσφατη μνήμη, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, κρυφή μνήμη, ξανάρχομαι σε κπ, βοηθάω, βοηθώ, μνήμη μόνο για ανάγνωση, εις μνήμη κπ, ξανακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης memoria
μνήμηnombre femenino (recuerdos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si la memoria no me falla, alguna vez él fue candidato a alcalde. Αν η μνήμη μου δε με απατά, κάποτε ήταν υποψήφιος δήμαρχος. |
μνήμηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo muy mala memoria para los nombres. Έχω πολύ κακή μνήμη όσον αφορά στα ονόματα των ανθρώπων. |
μνήμηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi computadora nueva tiene 2 Gb de memoria. Ο καινούριος μου υπολογιστής έχει μνήμη 2 GB. |
μνήμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A medida que envejecía, la memoria de Janine disminuía. Καθώς η Τζανίν γερνούσε, η μνήμη της έφθινε. |
ανάμνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos entretuvo con sus recuerdos de infancia. Μας διασκέδασε με τις παιδικές τις αναμνήσεις (or: θύμησες). |
συγκράτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La retención de hechos de Olivia es notable, parece recordar casi todo lo que escucha o lee. Η ικανότητα συγκράτησης στοιχείων της Ολίβια είναι αξιοπρόσεκτη. Φαίνεται να θυμάται όλα όσα ακούει και διαβάζει. |
ετήσια αναφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Has visto el informe anual de este año? ¡Las cifras son terribles! |
απώλεια μνήμης(medicina) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El golpe que sufrió en el accidente le causó una amnesia total. Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη. |
αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando era chico, memorizaba todos mis horarios. |
αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με πλημμυρίζουν(οι αναμνήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando Joan vio las fotos viejas, los recuerdos de su infancia regresaron. |
καλή(μνήμη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El inteligente niño tiene una memoria retentiva. |
υπενθύμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
buffer(Informática) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
απ'όσο θυμάμαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta fue la peor tormenta de nieve que se recuerde. Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα. |
από μνήμηςlocución adverbial (λέω) Me aprendí el soneto de memoria. |
από μνήμηςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En la escuela primaria me forzaban a recitar poemas largos de memoria. |
εις μνήμη,σε ανάμνησηlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hoy hubiera sido el cumpleaños número 100 de mi abuela. Prenderé una vela en su memoria. |
στη μνήμηlocución preposicional (κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εις μνήμη,σε ανάμνηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha sido erigida una estatua en conmemoración de las víctimas. |
ρουτίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lucy está aburrida de hacer todo por repetición. |
RΟΜ(informática) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) ¿Cuánta memoria ROM tiene tu computadora? |
μακροπρόθεσμη μνήμη
Me funciona mejor la memoria a largo plazo que la memoria inmediata. |
συλλογική,κοινωνική μνήμηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλή μνήμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo buena memoria para los nombres pero no para las caras. |
φωτογραφική μνήμηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Jimena se le hacía difícil recordar los nombres de las personas, pero reconocía fácilmente sus rostros gracias a su memoria fotográfica. |
μνήμηlocución nominal femenina (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi primera computadora sólo tenía 16 KB, pero hoy en día las computadoras personales tiene 1 gigabyte de memoria RAM. |
εκμάθηση με επανάληψηlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aunque a muchos profesores no les gusta, yo pienso que aprender de memoria sirve para algunas cosas. Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα. |
αδύναμη μνήμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tengo mala memoria para los nombres. |
πρόσφατη μνήμη
Su memoria de corto plazo empezó a fallar cuando cumplió los 80. |
χωρητικότητα μνήμηςnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El total de memoria del disco duro es de 250 GB. |
ολοκληρωτική ανάκλησηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su memoria fotográfica fue de gran ayuda para la reconstrucción del crimen. |
ενσωματωμένη μνήμη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερη μνήμηnombre masculino (Η/Υ) El técnico me dijo que mi PC no tiene más espacio en la memoria. |
καλή μνήμηlocución nominal femenina |
υποτροφία στη μνήμηnombre femenino (κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιχνίδι μνήμηςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαρροή μνήμης(informática) (υπολογιστές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποστήθισηlocución adverbial (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me aprendí las tablas de multiplicar de memoria. |
μνημείο για τους σκλάβους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμηlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μνήμη USB
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) En esta memoria USB tengo todos los documentos que he escrito este año. Όλες οι φετινές μου εργασίες βρίσκονται σ' αυτή τη μνήμη USB. |
μνήμη φλαςlocución nominal femenina (voz inglesa, computación) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εις μνήμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ceremonia de hoy es en memoria de todos los que han muerto en las Guerras Mundiales. |
εις μνήμη,σε ανάμνησηlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Honramos a nuestros veteranos de guerra en memoria de su servicio. |
στη μνήμηlocución adverbial (με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω απέξω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los estudiantes tenían que saberse el poema de memoria. |
θυμίζω κτ σε κπlocución verbal (coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Dices que no te acuerdas de la noche en cuestión? Déjame que refresque tu memoria. |
ξανά-σκέφτομαιlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Haz memoria: ¿recuerdas haber visto algo raro en él? |
ξεσκονίζω, φρεσκάρωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi francés es bueno, pero me gustaría refrescar la memoria un poco. Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο. |
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de practicar durante semanas se sabía las letras de las tres canciones más populares de memoria. |
αναμνηστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se ofreció un servicio en memoria de él un mes después de su muerte. Ένα μήνα μετά τον θάνατό του, τελέστηκε μια επιμνημόσυνη δέηση. |
κενό(ES) (μεταφορικά: μνήμη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen tuvo un fallo de memoria el año pasado; parecía que ni recordaba su antiguo número de teléfono. Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο. |
απώλεια μνήμηςlocución verbal (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Yo tenía muy buena memoria, pero cada vez tengo más lagunas. |
πρόσφατη μνήμηlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nunca me pierdo por este barrio: me lo conozco al dedillo. |
κρυφή μνήμη
Si no quieres eliminar la memoria cache cuando eliminas el historial debes deseleccionar esta opción. |
ξανάρχομαι σε κπlocución verbal (η ανάμνηση) De pronto el nombre de la película volvió a mi memoria. Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando Gary se olvidó la palabra, su profesora le refrescó la memoria. Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του. |
μνήμη μόνο για ανάγνωσηlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εις μνήμη κπexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El banco se construyó en memoria del abuelo de Harry. |
ξανακαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El panel evocó a los candidatos seleccionados. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του memoria στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του memoria
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.