Τι σημαίνει το mejor στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mejor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mejor στο ισπανικά.
Η λέξη mejor στο ισπανικά σημαίνει καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καταλληλότερος, καλύτερα, καλύτερα, καλύτερος, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, καλύτερος, κορυφαίος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερα, καλύτερος, πρώτος, κορυφαίος, καλύτερος, πιο, καλύτερος, εκλεκτός, καλύτερα, ανώτερος, καλύτερος, απόλυτος, αντί, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, καλύτερος από, ανώτερος από, το καλύτερο, το καλύτερο στοιχείο του, το καλύτερο, πλειοδότηση, πεθαίνω, βελτιώνω τον τρόπο συμπεριφοράς μου, κάνω κπ/κτ καλά, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, βελτιώνω, αναπτύσσω, αναλύω, υγιέστερος, πιο υγιής, σε καλύτερη φόρμα, καλύτερο από το τίποτα, καλύτερος, σε πλήρη δράση, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, που βελτιώνεται, που καλυτερεύει, πολύ καλύτερος, το καλύτερο δυνατόν, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, ακόμα καλύτερος, που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία, κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας, ίσως, όσο το δυνατό καλύτερα, στην κρίση σου, κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα καλύτερα, αν το ξανασκεφτείς, που πάει από το καλό στο καλύτερο, είναι προς το συμφέρον μου, το καλύτερο απ' όλα, ή πιο συγκεκριμένα, από την άλλη, ο καλύτερος δυνατός, καταλληλότερος, με τον καλύτερο τρόπο, καλύτερα να μην, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., ευτυχώς, Η σιωπή είναι χρυσός., τόσο το καλύτερο, όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράς, κάλλιο αργά παρά ποτέ, τώρα που το ξανασκέφτομαι, Καλή τύχη, ας νικήσει ο καλύτερος, η καλύτερη κίνηση, βέλτιστος, σκληρό καρύδι, η δεύτερη επιλογή, ο νόμος του ισχυρότερου, ουρανός, παράδεισος, καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος, αφρόκρεμα, υψηλότερη χρηματική προσφορά, καλύτερος φίλος, καλύτερο χαρακτηριστικό, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, βραβείο καλύτερου στην κατηγορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mejor
καλύτεραadjetivo (comparativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Toca la guitarra mejor que Jimi Hendrix. Παίζει κιθάρα καλύτερα (or: πιο καλά) από τον Τζίμι Χέντριξ. |
καλύτεραadverbio (πιο επιθυμητά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Para atenderlo mejor, ahora servimos café gratuito en el hall de entrada. Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο. |
καλύτεροςadverbio (ανώτερος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En tenis, él es mejor que yo. Είναι καλύτερος (or: πιο καλός) στο τένις από εμένα. |
καλύτεροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este ensayo es mejor que el último que habías escrito. Αυτή η έκθεση είναι καλύτερη από την προηγούμενη που έγραψες. |
καλύτεροςadjetivo (más conveniente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es mejor hacerlo ahora que esperar hasta la mañana. Είναι καλύτερο να το κάνεις τώρα παρά να περιμένεις ως το πρωί. |
καλύτεροςadjetivo (más útil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una maza es mejor que un martillo para fijar los vientos de la carpa. |
καλύτεραadverbio (υγεία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Te sientes mejor? Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα; |
καλύτεραadjetivo (más eficientemente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tú lo recuerdas mejor que yo. Το θυμάσαι καλύτερα απ' ότι εγώ. |
καλύτεροςadjetivo (con más méritos) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ella es mejor que cualquiera de nosotros. |
καλύτερος, καταλληλότεροςadjetivo (más adecuado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Para esta tarea el postulante C es mejor que el F. |
καλύτεραadverbio (con más detalle) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Él lo explicará mejor que yo. |
καλύτεραnombre común en cuanto al género He visto mejores. |
καλύτεροςadjetivo de una sola terminación (de excelencia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es la mejor película que he visto en mi vida. Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει. |
σε καλύτερη οικονομική κατάστασηadjetivo de una sola terminación (económicamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy mucho mejor ahora que tengo este nuevo trabajo. Είμαι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση τώρα που έχω αυτήν την καινούρια δουλειά. |
καλύτερος, κορυφαίοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλύτεροςadjetivo de una sola terminación (más adecuado) (πιο κατάλληλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es el mejor candidato para el puesto. Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά. |
καλύτερα(emocionalmente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No te preocupes, estás mejor sin él. Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις. |
καλύτεροςadjetivo de una sola terminación (más conveniente) (πιο συμφέρων) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Qué es lo mejor que podríamos hacer ahora? Ποιο είναι το καλύτερο (or: πιο καλό) πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα; |
καλύτεροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estas dos compañías tienen mejores precios de acciones. |
καλύτεραadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De todas las cantantes, ella es la que canta mejor. Από όλους τους τραγουδιστές, καλύτερα (or: πιο καλά) τραγουδάει αυτή. |
καλύτερος, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ella es la mejor alumna de la clase. Είναι το αστέρι της τάξης. |
κορυφαίος, καλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul Robeson fue uno de los mejores bajos del siglo veinte. Ο Πωλ Ρόμπεσον ήταν ένας από τους καλύτερους βαθύφωνους του εικοστού αιώνα. |
πιοadjetivo de una sola terminación (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es la mejor cualificada de todos los del equipo. Είναι το πιο προσοντούχο μέλος της ομάδας. |
καλύτεροςadjetivo de una sola terminación (más apetitoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mejor torta es la que tiene la cereza arriba. |
εκλεκτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los mejores cortes son siempre los más caros. |
καλύτεραadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ese punto es mejor dejarlo sin discutir por ahora. |
ανώτεροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El producto superior es el más caro. Το ανώτερης ποιότητας προϊόν είναι το πιο ακριβό. |
απόλυτος(algo malo) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Decir que las personas con discapacidades deberían cobrar menos del salario mínimo es el peor insulto. |
αντί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me ofreciste vino o refresco, pero tomaré agua en lugar de eso. Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό. |
όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύτερος από, ανώτερος απόlocución adjetiva |
το καλύτεροlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Lo mejor que tiene la casa es su jardín. |
το καλύτερο στοιχείο τουlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το καλύτεροlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Este coche que te ofrezco es lo mejor de lo mejor. |
πλειοδότηση(subasta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βελτιώνω τον τρόπο συμπεριφοράς μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ/κτ καλά
Déjame que te rasque la espalda y te la sanaré. |
κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον(subasta) (σε δημοπρασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα. |
βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπτύσσω, αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podrías profundizar tu comentario anterior sobre el desempleo? |
υγιέστερος, πιο υγιήςlocución adjetiva (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Te ves mucho mejor de salud que durante el invierno pasado. |
σε καλύτερη φόρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frank está en mejor condición física que Jimmy; puede correr una milla en seis minutos. |
καλύτερο από το τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Odio la sopa, pero es mejor que nada cuando estás hambriento. |
καλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las manzanas son mejores para ti que las hamburguesas de queso. Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ. |
σε πλήρη δράσηlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La fiesta estaba en lo mejor de la noche cuando llegué; todos estaban pasándola genial. |
δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creí que iba a odiar mi nuevo trabajo, pero es mejor de lo esperado. Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα. |
που βελτιώνεται, που καλυτερεύειlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de tanto desastre, finalmente las cosas comienzan a verse mejor. |
πολύ καλύτεροςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El vino francés es bueno, pero el de California es mucho mejor. |
το καλύτερο δυνατόνlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Consiguieron el resultado mejor posible. |
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ayer estaba triste, pero hoy me siento mejor que nunca. Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. |
ακόμα καλύτερος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) El motor tiene un rendimiento todavía mejor si se usa gasolina de alto octanaje. |
που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία(persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sólo los alumnos con mejor puntaje pueden entrar al club de honor. |
κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότηταςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ίσως(αμφιβολία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tal vez quieras hablar de esto con el jefe. Μπορεί να πρέπει να μιλήσεις στο αφεντικό γι' αυτό. |
όσο το δυνατό καλύτεραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hazlo lo mejor que puedas, si cometes errores los arreglaremos después. |
στην κρίση σουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψηςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensándolo mejor, hemos decidido aprobarte el préstamo. |
όσο το δυνατό καλύτερα μπορείςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuida de mi perro lo mejor que puedas. |
όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετείlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην καλύτερη περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En el mejor de los casos estará listo mañana. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο. |
ακόμα καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nos podrías ayudar a cocinar, o mejor aún, ¿por qué no ponés la mesa? |
αν το ξανασκεφτείςexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pensándolo mejor, parece que fue una buena decisión. |
που πάει από το καλό στο καλύτεροlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι προς το συμφέρον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me estoy mudando porque es lo mejor para mi familia. |
το καλύτερο απ' όλαlocución adverbial (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ή πιο συγκεκριμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από την άλληlocución preposicional (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Creo que iré a la fiesta esta noche. Bueno, a lo mejor no. |
ο καλύτερος δυνατός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es lo mejor que se consigue, todos los otros que hay en el mercado son de calidad muy inferior. |
καταλληλότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La promoción debe ser para el más capaz de sobrellevar la responsabilidad. |
με τον καλύτερο τρόποexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύτερα να μην
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Más vale que no planees una fiesta mientras tu madre y yo nos vamos este fin de semana. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No les he dejado jugar con esos palos, más vale prevenir que curar. |
ευτυχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Menos mal que me jubilé antes de que cambiaran todas las tareas de mi puesto. |
Η σιωπή είναι χρυσός.locución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En situaciones como ésa, mejor no decir nada. |
τόσο το καλύτεροlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) —¿Ojos grandes? Son para verte mejor, querida. —dijo el lobo a Caperucita. |
όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ή στην τιμή της καλύτερης προσφοράςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάλλιο αργά παρά ποτέexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τώρα που το ξανασκέφτομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesito hablar con los niños sobre esto, pero ahora que lo pienso, quizás espere hasta que llegue mi esposo a casa. |
Καλή τύχη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo despidió, y le deseó la mejor de las suertes. |
ας νικήσει ο καλύτεροςlocución interjectiva |
η καλύτερη κίνηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mejor opción sería contactar directamente con los organizadores y preguntarles si todavía hay entradas. Η καλύτερη κίνηση θα ήταν να επικοινωνήσεις απευθείας με τους διοργανωτές και να ρωτήσεις αν υπάρχουν ακόμα εισιτήρια. |
βέλτιστος(επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un ambiente saludable y amoroso es lo óptimo para los niños. |
σκληρό καρύδι(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi mamá es una genia, consiguió su título mientras criaba cuatro hijos y trabajaba como mesera. |
η δεύτερη επιλογή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No me alcanza para un Volkswagen, el Toyota es la segunda opción. |
ο νόμος του ισχυρότερου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Darwin nunca usó el término "supervivencia del que mejor se adapta" en sus escritos. |
ουρανός, παράδεισος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A la edad de 80 años su padre pasó a mejor vida. |
καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las chicas eran amigas del alma hasta que se enamoraron del mismo chico. |
αφρόκρεμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Solamente la crema de la crema llegará al equipo olímpico de remo. |
υψηλότερη χρηματική προσφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aseguré la pintura en la subasta porque hice una oferta mejor que la de los demás. |
καλύτερος φίλος
Mi perro es mi mejor amigo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πάντα τηλεφωνώ την κολλητή μου όταν έχω προβλήματα. |
καλύτερο χαρακτηριστικό(persona) (άνθρωπος) |
βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσαςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βραβείο καλύτερου στην κατηγορίαlocución nominal masculina (concurso perros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mejor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mejor
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.