Τι σημαίνει το medios στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης medios στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του medios στο ισπανικά.
Η λέξη medios στο ισπανικά σημαίνει μέση, μέσο, μισο-, μισο-, ετεροθαλής, ψευτο-, μισό εισιτήριο, μεσαίος, μέτριος, μέσο, μέσο, μέσος, μέσος, ενδιάμεσος, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, ευκαιρία, μέσα, μέτριος, μεσαίος, κέντρο, πηγή, μέσος όρος, μετριοπαθής, μέσο, μέσο διάδοσης, διέξοδος, μέσο, κέντρο, μέσο, μέσος, μεσαίου μεγέθους, φιλικός προς το περιβάλλον, ημίξηρος, στην εξοχή, περιβαλλοντολόγος, εν μέσω, ανάμεσα σε, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, είμαι διπλωμένος στα δύο, ανάμεσα, μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς, πικαγιούν, ανάμεσα, μεταξύ, από το κράτος, ενδιάμεσος, στο βάθος, στέλνω, λασπωμένος, μισολιωμένος, ηλεκτρικά, τρέιλερ, όχημα, άψητος, μισολιωμένος, ασήμαντος, από τις κεντροδυτικές πολιτείες, μισοκοιμισμένος, λεπτούλης, ετεροθαλής, μισοπεθαμένος, μέτριος, μέσος, μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι, ημιπληγικός, μερικής απασχόλησης, εναλλασσόμενος, Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολή, ελεύθερης αλιείας, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, ελαφρά ντυμένος, μισάνοιχτος, σχεδόν σοβαρός, μεσοατλαντικός, μισόκλειστος, στη μέση της διαδρομής, στα μισά του δρόμου, στο μέσο του ποταμού, στο μέσον του πλοίου, στα μισά, στο μέσον, με οποιονδήποτε τρόπο, στα μισά της πρότασης, στο κέντρο, στο μέσο, μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατά, πίνοντας καφέ, στο κέντρο, στο μέσο, εν μέσω, στη μέση, Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδι, μέσα στη μαύρη νύχτα, στη μέση, στη μέση του/της, περιβάλλον, μισολιωμένο χιόνι, μεσοδυτικές πολιτείες, στο μέσο της θητείας, μεσαίων βαρών, κέντρο του γηπέδου, μισή πέννα, μισή πένα, μεσοτονικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης medios
μέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La línea de 50 yardas está en el medio del campo de fútbol. Η γραμμή του κέντρου βρίσκεται στη μέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου. |
μέσοadjetivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se detuvo a descansar en el punto medio de su recorrido. Σταμάτησε να ξεκουραστεί στα μισά της διαδρομής του. |
μισο-
El vaso estaba medio lleno. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο για να σηκώσει το τηλέφωνο. |
μισο-(informal) Estoy medio listo para salir. Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε. |
ετεροθαλήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ana es la media hermana de Tomás. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για παράδειγμα: ετεροθαλής αδερφός. |
ψευτο-
Carlos esbozó una media sonrisa cuando Diana entró por la puerta. |
μισό εισιτήριο
Por favor, uno de adulto y uno de niño hasta Waterloo. |
μεσαίος, μέτριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέσο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Por medio de la televisión los niños pueden conocer el mundo. Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο. |
μέσοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La edad media del grupo era de 34. Η μέση ηλικία της ομάδας ήταν τα 34. |
μέσος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ενδιάμεσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los estudiantes hicieron sus exámenes de medio curso. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Για τη διευκόλυνσή σας, υπάρχει και ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξόφλησης του δανείου. |
θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα(βιολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todas las pruebas se realizaron usando un medio de agua marina artificial rico en nutrientes. Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού. |
ευκαιρίαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El largometraje es el medio perfecto para este actor. |
μέσα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Con sus herramientas y su ingenio, tenía los medios para reparar la estufa. Με τα εργαλεία και το μυαλό του έχει τα μέσα να επιδιορθώσει οποιονδήποτε φούρνο. |
μέτριος, μεσαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es de estatura promedio. Είναι μέτριου (or: μεσαίου) ύψους. |
κέντρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El chico se puso en el centro del círculo. Το αγόρι στεκόταν στο κέντρο του κύκλου. |
πηγή(μεταφορικά: πληροφοριών κλπ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El diccionario es un gran recurso para los que aprenden idiomas. Αυτό το λεξικό συνιστά μια πολύ καλή πηγή για τους μαθητές ξένων γλωσσών. |
μέσος όρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετριοπαθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La gente eligió a un candidato moderado porque estaba cansada de que la política estuviera en punto muerto. Ο κόσμος εξέλεξε έναν μετριοπαθή υποψήφιο, γιατί είχαν βαρεθεί το πολιτικό αδιέξοδο. |
μέσο(figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corrupción del político fue el instrumento de su caída. Η διαφθορά του πολιτικού ήταν η αιτία για την πτώση του. |
μέσο διάδοσης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El diario sirve como un órgano para la opinión socialista. Αυτή η εφημερίδα χρησιμεύει ως όργανο διάδοσης των σοσιαλιστικών απόψεων. |
διέξοδος(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Escribir le proporcionó una salida a su creatividad. Η συγγραφή αποτελούσε μια διέξοδο για τη δημιουργικότητά του. |
μέσο(figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El editor utilizó el periódico como vehículo para sus propias opiniones. |
κέντρο, μέσο(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Siempre que había problemas, él estaba en el centro. |
μέσοςlocución nominal masculina En un silogismo el término medio nunca aparece en la conclusión. Σε ένα συλλογισμό, ο μέσος (or: μέσος όρος) αποκλείεται από το συμπέρασμα. |
μεσαίου μεγέθους
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φιλικός προς το περιβάλλον
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Utilizar botellas descartables no es ecológico. Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον. |
ημίξηρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην εξοχή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περιβαλλοντολόγος
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
εν μέσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¿Cómo se supone que voy trabajar entre todo este ruido? Πώς να δουλέψω με όλη αυτήν τη φασαρία; |
ανάμεσα σε
|
κρατάω απόσταση από κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι διπλωμένος στα δύο(κυριολεκτικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Luego de una extraña tormenta de nieve de primavera los narcisos estaban doblados por el peso de la nieve. |
ανάμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuando empezaron a pelear, su hermano menor se puso entremedio. Όταν άρχισαν να μαλώνουν, ο μικρός τους αδερφός μπήκε ανάμεσα. |
μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) ¿Qué tipo de transporte usas para ir a trabajar? Para los adolescentes, tener su propio transporte les ayuda a ser más independientes. Τι μεταφορικό μέσο χρησιμοποιείς για να πας στη δουλειά; |
πικαγιούν
|
ανάμεσα, μεταξύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Había perlas y monedas de oro entre los tesoros del cofre. Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. |
από το κράτος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Creo que todas las universidades deberían sustentarse públicamente. |
ενδιάμεσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tus adolescentes están en un tiempo intermedio, ya no son niños pero todavía no son adultos. |
στο βάθος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡Lo encontré! Está en lo profundo de la multitud, cerca del centro. Τον βρήκα! Είναι στο βάθος του πλήθους, κοντά στο κέντρο. |
στέλνω(mensajes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los marineros usaban un sistema de señales para transmitir mensajes. |
λασπωμένος, μισολιωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El jardín estaba cubierto de nieve derretida. |
ηλεκτρικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρέιλερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El conductor desenganchó el transporte de la cabina. |
όχημα(general) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El único vehículo que tenía Janet era su bicicleta. |
άψητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισολιωμένοςlocución adjetiva (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ασήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από τις κεντροδυτικές πολιτείεςlocución adjetiva (των ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μισοκοιμισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Estaba medio dormido cuando me llamaste, así que no me acuerdo de lo que dijiste. Davina le preparó el desayuno a los adolescentes medio dormidos. |
λεπτούληςlocución adjetiva (AR) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La salsa se ve medio chirle, creo que le echaré algo de harina para espesarla. |
ετεροθαλήςlocución nominal con flexión de género (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισοπεθαμένοςlocución adjetiva (coloquial) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) David continuó escalando, aunque estaba medio muerto por el esfuerzo tenía que llegar a la cima. |
μέτριος, μέσοςlocución adjetiva (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La banda abandonó sus tendencias experimentales y adoptó un sonido de término medio para poder vender más discos. |
μεταχειρισμένος, δεύτερο χέριlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ese abrigo que te dieron se ve que está medio usado. |
ημιπληγικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Desde que mi tío tuvo el ataque, está paralizado de la mitad del cuerpo. Από τότε που ο θείος μου έπαθε εγκεφαλικό είναι ημιπληγικός. |
μερικής απασχόλησης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Finalmente conseguí un empleo como barman de media jornada. Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης. |
εναλλασσόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los padres tienen la custodia compartida, el padre ve a su hija cada dos fines de semana. |
Μεσανατολίτικος, από την Μέση Ανατολήlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La gastronomía de Oriente Medio es una de las más sanas del mundo. |
ελεύθερης αλιείαςlocución verbal (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέσηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαφρά ντυμένος
|
μισάνοιχτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχεδόν σοβαρός(άτομο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μεσοατλαντικόςlocución adjetiva (πολιτείες Η.Π.Α.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισόκλειστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στη μέση της διαδρομήςlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nos volvimos a medio camino por la nieve. Γυρίσαμε πίσω στα μισά του δρόμου εξαιτίας του χιονιού. |
στα μισά του δρόμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Encontrémonos a mitad de camino entre tu casa y la mía. |
στο μέσο του ποταμού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στο μέσον του πλοίου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στα μισά, στο μέσον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτησα να διαβάζω το βιβλίο περίπου στα μισά του δρόμου για το σπίτι. |
με οποιονδήποτε τρόποlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στα μισά της πρότασης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me resulta muy difícil concentrarme si siempre me interrumpís en la mitad de la oración. |
στο κέντρο, στο μέσοlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La zona en el medio se llama diana. |
μέτζο φόρτε, μετρίως δυνατάlocución nominal masculina (μουσική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Su voz es de un nivel de volumen medio. |
πίνοντας καφέlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο κέντρο, στο μέσοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εν μέσω(με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los californianos se encuentran en medio de una sequía de tres años. |
στη μέσηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Το ξέρω κι εγώ αυτό το παιχνίδι, Δεν το ξέρεις μόνο εσύ αυτό το παιχνίδιexpresión (coloquial) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέσα στη μαύρη νύχταlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μέσηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μέση του/τηςlocución adverbial (μιας δυσάρεστης κατάστασης) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
περιβάλλονlocución nominal masculina (φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El medio ambiente está cambiando debido al calentamiento global. Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
μισολιωμένο χιόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ten cuidado, todos los caminos están cubiertos de nieve medio derretida. Πρόσεχε: Όλοι οι δρόμοι είναι καλυμμένοι με λασπόχιονο. |
μεσοδυτικές πολιτείεςlocución nominal masculina Yo soy de la costa este, pero mi marido es del Medio Oeste. |
στο μέσο της θητείας(θέση, αξίωμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El político renunció a mitad de trimestre. |
μεσαίων βαρώνlocución nominal masculina (boxeo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El peso medio sólo podía pelear contra boxeadores de su mismo peso. |
κέντρο του γηπέδου(deportes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El jugador fue golpeado en el centro del campo. |
μισή πέννα(moneda, anticuado) (νόμισμα) |
μισή πένα(moneda) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεσοτονικόlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του medios στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του medios
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.