Τι σημαίνει το lado στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lado στο πορτογαλικά.
Η λέξη lado στο πορτογαλικά σημαίνει πλευρά, πλευρά, πλευρά, πλάι, πλευρά, άκρη, πλευρά, ομάδα, μέρος, πλευρά, πλευρά, άκρη, πλευρά, όψη, πλευρά, πλαϊνό μέρος, στοιχείο του χαρακτήρα, μεριά, πλευρά, σκέλος, πλαϊνός, με βραχεία κεφαλή, αποσυντονίζω, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, κάνω κπ πέρα, αποκλείω, πλάγια, αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη, με ένα πόδι σε κάθε πλευρά, προσωπικά, εξωλέμβιος, δίπλα στον τάφο, μέσα, δίπλα δίπλα, στην άκρη, στο πλάι, αντίθετα, λοξά, πλάγια, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω, ακριβώς απέναντι, στη μία πλευρά, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, κατά τα άλλα, από τη μία πλευρά, εξωτερικά, πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως, αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει, από άκρη σε άκρη, αντιθέτως, αντίθετα, δίπλα, από τη μία, από μία άποψη, από τη μία... από την άλλη, δίπλα-δίπλα, στην αντίπερα όχθη, δίπλα, πίσω μπρος, μπρος πίσω, δίπλα σε κπ/κτ, από την άλλη, στενά, μπρος πίσω, κατά μήκος, δίπλα, στα δεξιά, νόμιμος, από την άλλη, ακριβώς δίπλα σε, το θετικό του πράγματος είναι πως..., από τον Άννα στο Καϊάφα, το κάτω μέρος, ελάττωμα, η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα, πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο, διπλανός, διπλανός, η θετική πλευρά, η πιο κοντινή πλευρά, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, θετική πλευρά, θετική πλευρά, δεξιά πλευρά, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά, η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη, δεξιά πλευρά, η μετά θάνατον ζωή, δίπλα σε, δίπλα σε κτ/κπ, απέναντι, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, υποστηρίζω, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, παίρνω κτ κατάκαρδα, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lado
πλευράsubstantivo masculino (superfície) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Você precisa pintar todos os lados da caixa. Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές. |
πλευράsubstantivo masculino (localidade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Este lado do rio é mais verde do que o outro. Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη. |
πλευράsubstantivo masculino (de um objeto plano) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vire o papel do outro lado. Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά. |
πλάιsubstantivo masculino (parte lateral de uma coisa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Há um buraco no lado da caixa. Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι. |
πλευράsubstantivo masculino (geometria: polígono) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Um quadrado tem quatro lados. Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές. |
άκρηsubstantivo masculino (beirada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela escreveu algumas notas ao lado da página. Έγραψε σημειώσεις στην άκρη της σελίδας. |
πλευράsubstantivo masculino (corpo) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Meu lado dói. Eu me pergunto por quê. Πονάνε τα πλευρά μου. Γιατί άραγε; |
ομάδαsubstantivo masculino (esporte: time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vamos sair para torcer pelo nosso lado. Βγαίνουμε έξω για να υποστηρίξουμε την ομάδα μας. |
μέροςsubstantivo masculino (grupo contestante) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do lado de quem você está? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δε θέλω να διαλέξω στρατόπεδο. |
πλευράsubstantivo masculino (da família) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nosso lado da família tem traços faciais distintos. |
πλευρά, άκρηsubstantivo masculino (de um navio) (καραβιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Os marinheiros jogaram o lixo de um lado do navio. |
πλευρά, όψηsubstantivo masculino (aspecto) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela viu um aspecto dele que não tinha visto antes. |
πλευράsubstantivo masculino (região) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O lado sul da cidade é conhecido por suas lojas. |
πλαϊνό μέροςsubstantivo masculino O lado da casa é um lugar banaca para brincar. |
στοιχείο του χαρακτήρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Não entenda Neil mal, ele tem um lado mau. Μην τα βάζεις με τον Νηλ. Έχει μια κακή πλευρά. |
μεριά, πλευράsubstantivo masculino (direção) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No seu lado esquerdo, vai achar o interruptor. Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης. |
σκέλοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os lados desse triângulo são maiores que o da hipotenusa. |
πλαϊνόςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O jogador jogou para o lado. |
με βραχεία κεφαλή(em corridas, concursos) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποσυντονίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κπ πέρα(καθομιλουμένη, μτφ) |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω. |
πλάγια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) A mulher do político o apoiou quando ele foi acusado de mal uso de verbas públicas. Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. |
κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ένα πόδι σε κάθε πλευρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αλήθεια πρέπει να φύγω τώρα. Μην το πάρεις προσωπικά σε παρακαλώ. |
εξωλέμβιοςadjetivo (motor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίπλα στον τάφοlocução adjetiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέσαlocução adverbial (em lugar fechado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fico do lado de dentro quando está frio lá fora. Μένω μέσα όταν έχει κρύο έξω. |
δίπλα δίπλαadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eles marcharam lado a lado, em fileiras de três perfeitamente retas. |
στην άκρη, στο πλάι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dê um passo para o lado e deixe o garçom passar. Κάνε πιο πέρα κι άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
αντίθετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λοξά, πλάγια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μπρος-πίσω, μπρος πίσωlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu passei o dia inteiro andando de um lado para o outro. |
μπρος πίσωadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακριβώς απέναντιadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μία πλευράexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίπλα σε κπ, πλάι σε κπadvérbio |
κατά τα άλλαlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τη μία πλευράlocução adverbial (de forma unilateral) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξωτερικάlocução adverbial (no exterior) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρωςlocução adverbial (lateralmente, de lado) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσειlocução conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu sempre estou atrasado, mas você, por outro lado, sempre está no horário. Εν αντιθέσει με (or: σε αντίθεση με) σένα που έρχεσαι πάντοτε στην ώρα σου, εγώ είμαι διαρκώς αργοπορημένος. |
από άκρη σε άκρη
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντιθέτως, αντίθεταlocução conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O Canadá, por outro lado, é um exportador de energia. Ο Καναδάς, αντίθετα, κάνει εξαγωγές ωφέλιμης ενέργειας. |
δίπλαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από τη μία, από μία άποψηlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por um lado, o restaurante serve uma comida excelente, mas por outro, é muito caro. Το εστιατόριο σερβίρει από τη μία έξοχο φαγητό, αλλά από την άλλη είναι πολύ ακριβό. |
από τη μία... από την άλληlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por um lado, seria mais rápido ir de avião a Manchester; por outro, seria mais caro do que o trem. Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο. |
δίπλα-δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην αντίπερα όχθηadvérbio (μτφ: εντελώς αντίθετα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Eu gosto de ópera, mas por outro lado sou fã de punk rock. |
δίπλαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A rainha passou em uma carruagem e os guardas andavam ao lado. Η βασίλισσα πήγαινε σε μια άμαξα και οι φρουροί περπατούσαν δίπλα. |
πίσω μπρος, μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δίπλα σε κπ/κτlocução adverbial |
από την άλληlocução adverbial (de outra forma, contudo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στενά(em parceria) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο. |
μπρος πίσω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O leão andava de um lado para o outro na jaula. Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του. |
κατά μήκοςlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίπλαlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στα δεξιάlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os automóveis britânicos e japoneses têm o volante do lado direito (or: no lado direito) do carro. Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά. |
νόμιμοςexpressão (legal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από την άλληlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακριβώς δίπλα σεlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το θετικό του πράγματος είναι πως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τον Άννα στο Καϊάφαexpressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το κάτω μέρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελάττωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα(hipódromo) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διπλανός(σε μεταφορικό μέσο) |
διπλανός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Μονίμως ξυπνώ από τη δυνατή μουσική που βάζει ο δίπλα. |
η θετική πλευρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η πιο κοντινή πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos EUA, dirigimos no lado direito da estrada, não no esquerdo. Estou sentada na igreja com minha mãe do lado direito e minha irmã do lado esquerdo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή. |
θετική πλευρά
Poucas pessoas vieram ao leilão beneficente, mas o lado bom foi que arrecadamos £11.000. Δεν ήρθε πολύς κόσμος στη φιλανθρωπική δημοπρασία, αλλά η θετική πλευρά είναι ότι μαζέψαμε 11.000 λίρες. |
θετική πλευρά(ponto de vista ou aspecto positivo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιά πλευρά
|
πρώτη πλευρά
|
δεύτερη πλευρά
|
η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιά πλευρά
|
η μετά θάνατον ζωήsubstantivo masculino (vida) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίπλα σεlocução prepositiva (perto,ao lado de) Eu mantenho uma lanterna ao lado (or: junto) da minha cama. Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου. |
δίπλα σε κτ/κπlocução prepositiva A casa perto do campo de golfe tem tem uma bela vista para o gramado. Το σπίτι δίπλα στο γήπεδο του γκολφ έχει υπέροχη θέα. |
απέναντιlocução prepositiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O edifício do meu escritório é de frente para o shopping. Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο. |
είμαι άρρηκτα συνδεδεμένοςexpressão (figurado: associado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω κτ κατάκαρδαexpressão (ficar chateado com) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα(contar as bênçãos, apreciar as coisas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ(μτφ: συμπαράσταση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του lado
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.