Τι σημαίνει το garantia στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης garantia στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garantia στο πορτογαλικά.

Η λέξη garantia στο πορτογαλικά σημαίνει εγγύηση, λόγος, εγγύηση, διασφάλιση, διαβεβαίωση, δικαίωμα παρακράτησης, εγγύηση, εγγύηση, διαβεβαίωση, διαβεβαίωση, καταβάλλω, εγγύηση, δείγμα, σύμβολο, εγγύηση, ενέχυρο, δέσμευση, ενέχυρο, χορηγία, εγγύηση, δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειο, ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο, αποταμιευτικός λογαριασμός, οπισθόφυλλο, αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου, εγγύηση καλής εκτέλεσης, εγγύηση πιστής εκτέλεσης, εγγύηση του πωλητή, απαίτηση βάσει εγγύησης, εγγύηση εμπορευσιμότητας, Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων, καλύπτομαι από εγγύηση, καλύπτομαι από εγγύηση, χρησιμοποιώ ως διασφάλιση, έχω εγγυημένη επιτυχία, δίνω εγγυήσεις για κτ, εγγυώμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης garantia

εγγύηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λόγος

substantivo feminino (καθομ: δίνω το λόγο μου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eu espero que Max tem certeza sobre sua garantia de que o pacote chegará no sábado.
Ελπίζω να είναι σίγουρος ο Μαξ για την υπόσχεσή του πως το πακέτο θα φτάσει μέχρι την Κυριακή.

εγγύηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Melanie perguntou se o tocador de CD vinha com garantia.
Η Μέλανι ρώτησε εάν το σι-ντι πλέιερ είχε εγγύηση.

διασφάλιση, διαβεβαίωση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não há garantia que nosso plano irá dar certo.
Δεν υπάρχει εγγύηση ότι το σχέδιό μας θα πετύχει.

δικαίωμα παρακράτησης

substantivo feminino (legal) (νομικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εγγύηση

substantivo feminino (de um produto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A máquina de waffle vem com cinco anos de garantia.
Η μηχανή για τις βάφλες έχει πενταετή εγγύηση.

εγγύηση, διαβεβαίωση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não há garantia que a medicação será efetivada para todos.
Δεν υπάρχει εγγύηση πως η φαρμακευτική αγωγή θα είναι αποτελεσματική για όλους.

διαβεβαίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A garantia do senador de que a voz de cada cidadão seria ouvida tornou-o popular entre os constituintes.
Οι διαβεβαιώσεις του γερουσιαστή πως η φωνή κάθε πολίτη θα ακουγόταν τον έκανε δημοφιλή στους ψηφοφόρους του.

καταβάλλω

verbo transitivo (ως εγγύηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγγύηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δείγμα, σύμβολο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan deu a Olivia uma aliança como garantia de seu amor.

εγγύηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενέχυρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δέσμευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο χτίστης έδωσε τον λόγο του ότι θα έχει τελειώσει το έργο μέχρι το τέλος του μήνα.

ενέχυρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Percebendo que ele tinha esquecido sua carteira, Sean deixou seu relógio como uma promessa de que ele voltaria para pagar.
Όταν αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του, ο Σον άφησε το ρολόι του σαν εγγύηση ότι θα γυρνούσε να πληρώσει.

χορηγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγγύηση

substantivo feminino (Οικονομικά-ασφάλειες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειο

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποταμιευτικός λογαριασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eu vivo de um fundo fiduciário que foi feito pelo meu tio.

οπισθόφυλλο

(poupança para o futuro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου

(finanças: tipo de investimento) (οικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εγγύηση καλής εκτέλεσης, εγγύηση πιστής εκτέλεσης

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγγύηση του πωλητή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απαίτηση βάσει εγγύησης

substantivo masculino (pedido de reparo ou substituição de bens)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγγύηση εμπορευσιμότητας

substantivo feminino (garantia de que os bens serão vendidos)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων

expressão (agência governamental americana)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καλύπτομαι από εγγύηση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτομαι από εγγύηση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρησιμοποιώ ως διασφάλιση

locução verbal (num empréstimo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω εγγυημένη επιτυχία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω εγγυήσεις για κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγγυώμαι

expressão verbal (σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garantia στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.