Τι σημαίνει το furniture στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης furniture στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του furniture στο Αγγλικά.
Η λέξη furniture στο Αγγλικά σημαίνει έπιπλο, αξεσουάρ, έπιπλο - αντίκα, τραπεζαρία, σχεδιαστής επίπλων, είδη κιγκαλερίας, επιπλοποιός, μεταφορέας επίπλων, μεταφορική εταιρεία, βερνίκι επίπλων, μαγαζί με έπιπλα, επιπλάδικο, δρύινα έπιπλα, έπιπλα γραφείου, έπιπλο, μαλακά έπιπλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης furniture
έπιπλοnoun (uncountable (household articles) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have a few pieces of furniture: a bed, a sofa, and some chairs. The old house was full of beautiful furniture. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η επίπλωση του σπιτιού είναι αρκετά μοντέρνα. |
αξεσουάρnoun (accessories) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) You should finish varnishing the door before you put the furniture on it. |
έπιπλο - αντίκαnoun (old, valuable articles) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Antique furniture is only valuable if it is in very good condition. |
τραπεζαρίαnoun (table, chairs for eating meals) (τα έπιπλα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dining-room furniture is a few years old, but doesn't look outdated. |
σχεδιαστής επίπλωνnoun (person: designs furniture) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mies van der Rohe , a pioneer of modern architecture, was also a philosopher, teacher and furniture designer. |
είδη κιγκαλερίαςnoun (DIY materials and fixtures) |
επιπλοποιόςnoun (person: makes furniture) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταφορέας επίπλωνnoun (US (person: removal worker) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We owned so much furniture that we had to hire a furniture mover. |
μεταφορική εταιρείαnoun (US (company: transports furniture) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βερνίκι επίπλωνnoun (product: shines wood) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Modern furniture polishes contain silicon, and should not be used on antique furniture. |
μαγαζί με έπιπλα, επιπλάδικοnoun (shop: sells furnishings) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I went to the furniture store to look for a new sofa. |
δρύινα έπιπλαnoun (articles made of oak wood) |
έπιπλα γραφείουnoun (desks, chairs, etc.: in an office) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) He ensured that his new office furniture would be hard-wearing. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Περιμένουμε και τα έπιπλα γραφείου και είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε σε τρεις μέρες. |
έπιπλοnoun (chair, table, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All the pieces of furniture in the house are made of pine. |
μαλακά έπιπλαnoun (padded seating for the home) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του furniture στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του furniture
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.