Τι σημαίνει το fork στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fork στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fork στο Αγγλικά.

Η λέξη fork στο Αγγλικά σημαίνει πιρούνι, διχάλα, κάνω διχάλα, σχηματίζω διχάλα, δικράνι, δίκρανο, στρίβω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, πηρούνι τεμαχίσματος, πιρούνι φαγητού, τοπικά προϊόντα, με τοπικά προϊόντα, διχάλα, σταυροδρόμι, περονοφόρο όχημα, πιρούνα, μαχαιροπίρουνα, πιρούνι μοτοσυκλέτας, δίκρανο, κουτάλα για σαλάτα, διαπασών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fork

πιρούνι

noun (eating utensil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim stuck a fork into the roast to see if it was done.
Ο Τζιμ έμπηξε ένα πιρούνι στο ψητό για να δει αν έγινε.

διχάλα

noun (bifurcation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whenever Brian came to a fork in the road he would go left.
Κάθε φορά που ο Μπράιαν έφτανε σε μια διχάλα στον δρόμο, πήγαινε στα αριστερά.

κάνω διχάλα, σχηματίζω διχάλα

intransitive verb (road: split)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The river forked at the base of the mountains.
Το ποτάμι έκανε διχάλα στις παρυφές των βουνών.

δικράνι, δίκρανο

noun (gardening or farming) (με πάνω από 2 δόντια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helen turned the soil with a fork.

στρίβω

intransitive verb (turn slightly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When you reach the tree, fork left.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang (produce, hand over: money owed) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't believe we forked out two hundred bucks a ticket to see this lousy show.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang (hand over, give: money owed) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ok, you've got the money you owe me, so fork it over!

πηρούνι τεμαχίσματος

noun (utensil to hold meat for carving)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He used the carving fork to hold the turkey in place while he cut it.

πιρούνι φαγητού

noun (eating utensil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dinner forks are always bigger than dessert forks.
Τα πιρούνια φαγητού είναι, πάντα, μεγαλύτερα από τα πιρουνάκια για το επιδόρπιο.

τοπικά προϊόντα

noun (uncountable (use of local produce)

με τοπικά προϊόντα

adjective (using local produce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διχάλα

noun (path that splits into 2 directions) (καθομ: δρόμος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Take a left when you come to the fork in the road.

σταυροδρόμι

noun (figurative (decision point) (μτφ: στιγμή απόφασης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ryan had reached a fork in the road; should he get a job or go to university?

περονοφόρο όχημα

noun (vehicle for lifting heavy loads)

You need a forklift truck to move the pallets around.

πιρούνα

noun (tool for turning soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a garden fork to loosen the soil.

μαχαιροπίρουνα

plural noun (cutlery, eating implements)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When planning a party menu, avoid meats that require cutting up with a knife and fork.

πιρούνι μοτοσυκλέτας

noun (front part of a motorbike)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My husband tried to get his bent motorcycle fork back into shape by himself.

δίκρανο

noun (fork for lifting hay)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The farmer used a pitchfork to lift the haystacks.

κουτάλα για σαλάτα

noun (utensil for serving salad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The salad fork is placed to the left of the dinner fork.

διαπασών

noun (metal device used to tune musical instruments)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you hit the tuning fork on your knee, it produces a perfect "A".

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fork στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fork

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.