Τι σημαίνει το fitting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fitting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fitting στο Αγγλικά.
Η λέξη fitting στο Αγγλικά σημαίνει κατάλληλος, εξάρτημα, πρόβα, εξάρτημα, είναι σωστό που, κάνω σε κπ, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, χωράω σε κτ, σε καλή φόρμα, κατάλληλος, ικανός, κατάλληλος, κατάλληλος, κατάλληλος, έτοιμος, κρίση, κρίση, εφαρμογή, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, φτιάχνω, προετοιμάζω, επιπλώνω, εφαρμοστός, στενός, προσαρμογή, αφομοίωση, δοκιμαστήριο, που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλά, φωτιστικό, φαρδύς, χαλαρός, εγκατάσταση σωληνώσεων, εγκατάσταση θέρμανσης, εφαρμοστός, καλά ενωμένος, που εφαρμόζουν καλά, που είναι στα μέτρα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fitting
κατάλληλοςadjective (right, appropriate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The teacher tried to think of a fitting punishment for the student. Ο δάσκαλος προσπάθησε να σκεφτεί μια τιμωρία κατάλληλη για τον μαθητή. |
εξάρτημαnoun (accessory) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The plumber needed to replace a fitting. Ο υδραυλικός χρειάστηκε να αντικαταστήσει ένα εξάρτημα. |
πρόβαnoun (being measured for clothes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah is having her wedding dress made to measure and she has a fitting next week. Η Σάρα φτιάχνει το νυφικό της κατά παραγγελία και έχει πρόβα την επόμενη εβδομάδα. |
εξάρτημαplural noun (fixtures) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The house came with all the fittings. Το σπίτι είχε όλον τον εξοπλισμό. |
είναι σωστό πουadjective (appropriate, justified) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's fitting that Jimmy was punished for his bad behavior. |
κάνω σε κπtransitive verb (clothing: be correct size for [sb]) Does this shirt fit you, or is it too big? Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο; |
μου κάνει, μου χωράειintransitive verb (clothing: be correct size) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My shoes don't fit any more. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
χωράωintransitive verb (have correct dimensions) (διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That table does not fit in the small room. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
χωράω σε κτ(have correct dimensions) That table does not fit in the small room. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
σε καλή φόρμαadjective ([sb]: in good shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She goes to the gym every day and is very fit. Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα. |
κατάλληλοςadjective (competent) (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's not fit for the job. Δεν κάνει για τη δουλειά. |
ικανόςadjective (competent) (να κάνω κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amy wants to prove to her boss that she is fit to take on more responsibility. Η Έιμι θέλει να αποδείξει στο αφεντικό της ότι είναι ικανή να αναλάβει περισσότερες ευθύνες. |
κατάλληλος(suitable) (για κάποιον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This meal is fit for a king. Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες. |
κατάλληλος(suitable) (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The meat is fit for use as animal food. Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή. |
κατάλληλοςadjective (opportune) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is no fit time to ask such questions. |
έτοιμος(ready) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These old boots are fit for the rubbish bin. |
κρίσηnoun (acute attack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He suffers from fits, periodically. |
κρίσηnoun (spell, onset) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She had a bad fit of coughing. |
εφαρμογήnoun (how well [sth] fits) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't like the fit of that dress. Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος. |
ταιριάζωnoun ([sth] that fits) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That dress is a good fit. |
ταιριάζωnoun (figurative (match) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He is a good fit with this organization. |
ταιριάζωintransitive verb (be proper) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When speaking to dignitaries, it's important that your manners fit. |
ταιριάζω(be proper) (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her elegant behaviour fit perfectly with the diplomatic corps. |
ταιριάζωtransitive verb (be suitable) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Does this suitcase fit your needs? |
φτιάχνωtransitive verb (adjust) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'll fit your jacket as soon as the tailor is available. |
προετοιμάζωtransitive verb (prepare) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Experience will fit you for the job. |
επιπλώνωtransitive verb (often passive (furnish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They're having their kitchen fitted. |
εφαρμοστός, στενόςadjective (clothing: tight) (ενδύματα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her close-fitting dress emphasised her slim figure. |
προσαρμογή, αφομοίωσηnoun (assimilation to group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rachel has always been good at fitting in; she makes friends easily. |
δοκιμαστήριοnoun (booth for trying on clothes) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Once I'd picked out a few dresses, I went into the fitting room to try them on. |
που δεν μου κάνει καλά, που δεν μου κάθεται καλάadjective (clothes: not the right size) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωτιστικόnoun (fixture for attaching a lamp) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φαρδύς, χαλαρόςadjective (baggy, not tight) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Wear loose-fitting clothing to allow the skin to breathe. |
εγκατάσταση σωληνώσεωνnoun (installation of tubing) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εγκατάσταση θέρμανσηςnoun (installation of heating, etc.) (θέρμανση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εφαρμοστόςadjective (clothing: snug, fitting closely) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Melissa wears tight-fitting clothes hoping to attract attention. |
καλά ενωμένοςadjective (snugly-joined) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A skilled carpenter makes joints so tight fitting that they're invisible. |
που εφαρμόζουν καλά, που είναι στα μέτρα μουadjective (clothing: appropriate size) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fitting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fitting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.