Τι σημαίνει το feliz στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης feliz στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feliz στο ισπανικά.
Η λέξη feliz στο ισπανικά σημαίνει ευτυχισμένος, μακάριος, ευτυχής, ευχάριστος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευχάριστος, ευτυχής, γουστάρω, εύθυμος, χαρούμενος, χαρωπός, χαρούμενος, εύθυμος, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευτυχής, εύθυμος, τέλος καλό όλα καλά, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, γερός και δυνατός, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, καλά Χριστούγεννα, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, καλό Σαββατοκύριακο, καλά Χριστούγεννα, Χρόνια πολλά!, Ευτυχισμένο Χαλοουίν!, Καλή Τετάρτη!, Χρόνια πολλά!, καλό Πάσχα, Χρόνια πολλά!, Ευτυχισμένη επέτειο!, ευτυχής κατάληξη, καλή χρονιά, πεθαίνω ευτυχισμένος, κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενο, Καλή Χρονιά!, πρωτοχρονιά, χαρούμενος, Καλή Χρονιά!, χαρούμενος για κτ, ικανοποιημένος με κτ, ευχαριστημένος με κτ, ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης feliz
ευτυχισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estaba feliz la primavera pasada cuando estábamos saliendo. Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε. |
μακάριος, ευτυχήςadjetivo (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fueron felices durante los primeros meses de casados. Ήταν μακάριοι (or: ευτυχείς) για λίγους μήνες στην αρχή του γάμου τους. |
ευχάριστος, χαρούμενος(época) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vieja anciana recordó su infancia como una época feliz. |
χαρούμενοςadjetivo de una sola terminación (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mara es una persona feliz y sonríe a menudo. Η Μάρα είναι χαρούμενο άτομο και χαμογελά συχνά. |
ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Qué feliz ocasión los trae por aquí? Ποια ευτυχής συγκυρία σε φέρνει στην πόλη; |
χαρούμενος, ευτυχισμένος(ocasión) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken les deseo a todos una feliz Navidad y se fue a casa. Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι. |
ευχάριστος(coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Cuándo se celebrará el feliz evento? Πότε θα γίνει το ευτυχές γεγονός; |
γουστάρω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qué bueno que pudiste venir. ¡Estoy feliz! Είναι φοβερό που μπόρεσες να έρθεις. Φτιάχτηκα! |
εύθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stan hizo una broma feliz en la fiesta. |
χαρούμενος, χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona suele estar alegre durante la mañana. Η Φιόνα είναι συνήθως χαρούμενη (or: ευδιάθετη) το πρωί. |
χαρούμενος, εύθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gerald es un hombre mayor alegre, y siempre tiene tiempo para los demás. Ο Τζέραλντ είναι ένας πρόσχαρος ηλικιωμένος και πάντα έχει χρόνο για τους άλλους. |
χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jen siempre está alegre. Η Τζεν έχει πάντα πρόσχαρη διάθεση. |
χαρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Todos estaban alegres con la noticia. Όλοι χάρηκαν (or: καταχάρηκαν) με τα νέα. |
ευτυχής(χαρά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gato estaba hecho un ovillo junto al fuego y se veía contento. Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη. |
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Afortunado es el hombre que quiere sin esperar nada a cambio. |
εύθυμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τέλος καλό όλα καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encontraron al gato en el ático y la familia vivió felizmente. |
κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος(MX) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γερός και δυνατός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cenicienta se casó con el Príncipe Azul y ambos vivieron felices para siempre. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
καλά Χριστούγενναlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιώνlocución interjectiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Feliz Día de Acción de Gracias! ¡Y no coman demasiado pavo! Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα! |
καλό Σαββατοκύριακο(ES, coloquial) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Feliz finde, nos vemos el lunes! |
καλά Χριστούγενναlocución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Qué vergüenza! ¡Le dije feliz Navidad al rabino en vez de decirle feliz Hanukkah! |
Χρόνια πολλά!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Feliz cumpleaños Scott! Espero ansiosa tu fiesta el viernes. |
Ευτυχισμένο Χαλοουίν!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλή Τετάρτη!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χρόνια πολλά!locución interjectiva (EE UU) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλό Πάσχαlocución interjectiva |
Χρόνια πολλά!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ευτυχισμένη επέτειο!locución interjectiva |
ευτυχής κατάληξηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A mi madre únicamente le gustan las películas con final feliz. Στη μαμά μου αρέσουν οι ταινίες με ευτυχή κατάληξη. Δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη όταν μιλάμε για πόλεμο. |
καλή χρονιάlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos juntaron sus copas y se desearon un feliz año nuevo. Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
πεθαίνω ευτυχισμένοςlocución verbal Estoy determinado a disfrutar mi vejez y morirme feliz. |
κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενο(AmL) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Καλή Χρονιά!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "¡Feliz Año Nuevo!" gritaron todos bastante borrachos. |
πρωτοχρονιάinterjección (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¡Feliz año! Καλή πρωτοχρονιά! |
χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy contento de que vinieras. Χαίρομαι που ήρθες. |
Καλή Χρονιά!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαρούμενος για κτ
Estoy feliz con muchas cosas de mi vida. |
ικανοποιημένος με κτ
Estoy satisfecho con tu trabajo hasta ahora. |
ευχαριστημένος με κτ
Emily no estaba feliz con los cambios en su trabajo. |
ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Estoy feliz con mi auto nuevo! Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feliz στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του feliz
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.