Τι σημαίνει το extenso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης extenso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extenso στο ισπανικά.

Η λέξη extenso στο ισπανικά σημαίνει επεκτείνω, ανοίγω, παρατείνω, ανοίγω, απλώνω, απλώνω, εκτείνομαι, εκτείνομαι, τεντώνω, απλώνω, απλώνω, ανοίγω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, απλώνω, απλώνω, τεντώνω, επεκτείνω, παρατείνω, ανοίγω, απλώνω, τεντώνω, ξαπλωμένος, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, συνεχίζω, παρατείνω, τείνω, ανοίγω, μεγεθύνω, παρατείνω, βγάζω κτ έξω, επιμηκύνω, απλώνω, τεντώνω, διαδίδω, τεντώνω, παρατεταμένος, ευρύς, εξαπλωμένος, εκτενής, εκτεταμένος, μακροσκελής, εκτενής, διαδεδομένος, συχνός, επεκτατικός, ευρύς, περιεκτικός, ευρύς, γενικός, ομπρέλα, απέραντος, σαρωτικός, μεταχρονολογώ, σκύβω, κόβω επιταγή, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, επικαλύπτω, απλώνω, απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας, χείρα βοηθείας, τεντώνω υπερβολικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης extenso

επεκτείνω

(προσθήκη νέου τμήματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Van a extender la vereda para bicicletas tres kilómetros más.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παρατηρήσαμε ότι η μεταλλική ράβδος επιμηκύνθηκε όταν την θερμάναμε.

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Extiendan los dedos tanto como puedan.
Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε.

παρατείνω

(επίσημο: χρόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La legislatura extendió el tiempo de votación por 15 minutos.
ΝΕW: Αποφασίσαμε να παρατείνουμε τις διακοπές μας κατά μία βδομάδα.

ανοίγω, απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su madre extendió sus brazos para darle la bienvenida a casa.
Η μητέρα της άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της για να την καλωσορίσει στο σπίτι.

απλώνω

verbo transitivo (σε κάτι ή πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella extendió la camisa sobre la tabla de planchar.
Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα.

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El techo de la casa se extiende más allá de la terraza.
Η οροφή του σπιτιού εκτείνεται πάνω από τη βεράντα.

εκτείνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro terreno se extiende desde el río hasta la carretera.
Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο.

τεντώνω, απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él extendió su mano para recoger el papel del piso.

απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El francés extendió su mano para darle un apretón a la mía.
Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία.

ανοίγω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Normalmente extiende los planos sobre la mesa.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Samantha extendió su cuerpo en la cama y pronto se quedó dormida.

απλώνω, τεντώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επεκτείνω, παρατείνω

(χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente lo apreciará si le extiendes un poco la hora del almuerzo.
Ο κόσμος θα το εκτιμήσει αν παρατείνετε (or: επεκτείνετε) λίγο το διάλειμμα για γεύμα.

ανοίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω, τεντώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim extendió la mano para que Karen se la diera. Extendí la pierna izquierda para mostrarle al doctor el extraño bulto.
Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα.

ξαπλωμένος

verbo transitivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Se extendió sobre el suelo para que el enemigo no lo viera.

εξαπλώνομαι, απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El bosque se extendía por todo el valle.
Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα.

συνεχίζω, παρατείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría saber si van a extender el programa otro año.
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

τείνω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beryl extendió su dedo hacia el hombre y dijo "es él".

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El correo electrónico se abrió al público a principio de 1990.

μεγεθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John usó la fotocopiadora para agrandar la lámina.

παρατείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estudiante alargó su fase de investigación.

βγάζω κτ έξω

Si sacas la lengua de nuevo, un pájaro podría pararse en ella.
Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

επιμηκύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω, τεντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si estiras el brazo tal vez puedas tocarme.
Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις.

διαδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τεντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que estirar la cuerda a su máxima longitud.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εξέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ανέπεμψε μια εγκάρδια προσευχή στο Θεό.

παρατεταμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estoy cansado de sus discursos extensos.
Έχω βαρεθεί να ακούω τους μακριούς, παρατεταμένους λόγους του.

ευρύς, εξαπλωμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αστυνομία ξεκίνησε εκτενή έρευνα.

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La policía inició una búsqueda extensa para tratar de encontrar al delincuente.
Η αστυνομία ξεκίνησε εκτεταμένη έρευνα στην προσπάθεια εντοπισμού του εγκληματία.

μακροσκελής, εκτενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom escribió un largo artículo sobre su trabajo para un periódico local.
Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα.

διαδεδομένος, συχνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pobreza está muy extendida en esta zona de la ciudad.

επεκτατικός, ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los intereses de Violet son amplios y eclécticos.

περιεκτικός, ευρύς, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los padres quieren que sus hijos reciban una educación completa.

ομπρέλα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Muchos psiquiatras piensan que "esquizofrenia" es un término amplio que engloba un número de desórdenes mentales diferentes.
Πολλοί ψυχίατροι πιστεύουν ότι ο όρος σχιζοφρένεια είναι λενας καθολικός όρος που καλύπτει αρκετές ψυχικές διαταραχές.

απέραντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La extensa vista de los campos y las montañas era impresionante.
Η απέραντη θέα με τα λιβάδια και τα βουνά ήταν εντυπωσιακή.

σαρωτικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nuevo gobierno implementó reformas de gran envergadura.
Η καινούρια κυβέρνηση εφάρμοσε σαρωτικές μεταρρυθμίσεις.

μεταχρονολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de viajar, Nancy posfechó sus recibos y le pidió a una amiga que los enviara por correo.

σκύβω

(έμφαση στην κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόβω επιταγή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su factura ha sido aprobada, así que extenderé su cheque hoy mismo.
Το τιμολόγιο εγκρίθηκε και έτσι θα σου κόψω σήμερα μια επιταγή.

τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Extendió el brazo y me acarició la mejilla.

επικαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siempre hay que extender una mano a un amigo que necesita ayuda.

χείρα βοηθείας

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Luego del desastre natural, muchos países se acercaron a extender una mano.

τεντώνω υπερβολικά

El profesor de yoga estiró demasiado el brazo y se desgarró un músculo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extenso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.