Τι σημαίνει το étudier στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης étudier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του étudier στο Γαλλικά.

Η λέξη étudier στο Γαλλικά σημαίνει σπουδάζω, μελετώ, μελετώ διεξοδικά, μελέτη, μελετώ, διαβάζω, ερευνώ, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, εξετάζω, διαβάζω, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, μελετάω, μελετώ, τσεκάρω, υπολογίζω, εξετάζω, μαθαίνω για κτ, παρατηρώ, παρακολουθώ, ειδικεύομαι σε κτ, ερευνώ, μαθαίνω, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, έχω ως βασικό πεδίο σπουδών, σε βάθος, ερμηνεύω, σπουδάζω για να γίνω κτ, μελετώ για κτ, είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός, μελετώ τη νύχτα, σπουδάζω στο εξωτερικό, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, μελετάω, μελετώ, προκαθορισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης étudier

σπουδάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je veux étudier le droit.
Θέλω να σπουδάσω νομική.

μελετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu veux avoir de bonnes notes, tu dois étudier (or: travailler).
Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις.

μελετώ διεξοδικά

verbe transitif

Le comité examinera les conclusions de la commission.

μελέτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Étudier nécessite de bien planifier son temps.

μελετώ, διαβάζω, ερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous allons étudier l'histoire de la Hollande avant de visiter Amsterdam.

σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons étudier la question attentivement.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα.

εξετάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μελετάω, μελετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon fils étudie les lettres classiques à l'Université de Cambridge.

τσεκάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπολογίζω

(des données, des chiffres)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω

(une piste, idée, possibilité)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le détective a exploré toutes les possibilités.
Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες.

μαθαίνω για κτ

Comment avez-vous entendu parler de notre société ?
Πώς έμαθες για την εταιρεία μας; Τα παιδιά μαθαίνουν για τον Μεσαίωνα στο μάθημα της ιστορίας.

παρατηρώ, παρακολουθώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai observé un homme qui marchait dans la rue.
Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο.

ειδικεύομαι σε κτ

(Éducation)

Tina a décidé de se spécialiser dans l'éducation.

ερευνώ

(un problème,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ντετέκτιβ ερεύνησε τον φόνο.

μαθαίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a appris (or: étudié) l'art de la maçonnerie en pierres en trois ans seulement.
Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια.

εξετάζω, ερευνώ, μελετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chercheur a examiné (or: étudié) le sujet en détail.
Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά.

έχω ως βασικό πεδίο σπουδών

(Éducation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle fait des études de physique.

σε βάθος

verbe transitif

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Les inspecteurs ont examiné l'affaire en détail.

ερμηνεύω

verbe transitif (art, poésie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur de littérature a demandé à ses étudiants d'interpréter le poème et de présenter leur analyse à l'écrit.

σπουδάζω για να γίνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a passé trois ans à l'étranger, vraisemblablement à étudier pour devenir architecte.
Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική.

μελετώ για κτ

Révise bien pour tes examens.

είμαι πολύ προσεκτικός, είμαι πολύ σχολαστικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελετώ τη νύχτα

verbe intransitif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπουδάζω στο εξωτερικό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle avait l'intention de partir étudier à l'étranger après le lycée.

παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À l'université, ma matière principale était le commerce, et j'ai étudié la psychologie comme matière secondaire.

μελετάω, μελετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deborah examinait un livre de cuisine italienne.

προκαθορισμένος

locution adjectivale (Scolaire : œuvre)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les élèves doivent s'assurer qu'ils achètent bien des exemplaires des textes au programme avant le début du trimestre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του étudier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του étudier

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.