Τι σημαίνει το escala στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escala στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escala στο ισπανικά.
Η λέξη escala στο ισπανικά σημαίνει κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, υπό κλίμακα, κλίμακα, στάση, περιοχή μετρήσεων, σταθμός ανάπαυσης, μουσική κλίμακα, στάση, σταθμός ανάπαυσης, τρόπος, εύρος, φάσμα, στάση, διαβάθμιση, κλιμάκωση, ιεραρχία, χρωματική διαβάθμιση, στάση, σκαρφαλώνω, βαθμωτός, σκαρφαλώνω, σκαρφαλώνω, βαθμωτό μέγεθος, αυξάνομαι κατακόρυφα, αγγελόψαρο, κλιμακώνομαι, οξύνομαι, ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ, κλιμακώνω, οξύνω, σκαρφαλώνω σε κτ, σκαρφαλώνω πάνω από κτ, σκαρφαλώνω, φτιάχνω σε κλίμακα, μικρόκοσμος, μικρογραφώ, προσχέδιο, εκτεταμένος, μοντέλο, μεγάλης κλίμακας, σε πραγματικό μέγεθος, σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα, εκτενώς, ευρέως, ελαφρώς, σε μικρογραφία, σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφία, σε παγκόσμια κλίμακα, σε κλίμακα, στάση, αναλογική κλίμακα, χρωματική κλίμακα, έκταση, ευρύτητα, κλίμακα μποφόρ, σκάλα από σκοινί, σχέδιο υπό κλίμακα, σύστημα αξιών, μισθολογική κλίμακα, ιχθυοδίοδος, απλός υπέρηχος, μισθολογική κλίμακα, μισθολογική κλίμακα, μεγέθυνση, αύξηση, ελάσσονας τόνος, ασπρόμαυρο, μακέτα, κλίμακα Ρίχτερ, κυμαίνομαι, μουσική κλίμακα, κύριες επιχειρήσεις, που κυμαίνεται, κάνω μια στάση, πετάγομαι, μικρός, που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, σε όλη την επικράτεια, μινιατούρα, μικρογραφία, αποχρώσεις του γκρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escala
κλίμακαnombre femenino (relación matemática) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El plano está dibujado en escala 1 a 1000. Ο χάρτης έχει σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:1000. |
κλίμακαnombre femenino (sistema de medición) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Por favor evalúe la clase en una escala del uno al diez. Σε παρακαλώ βαθμολόγησε την τάξη με κλίμακα από το ένα ως το δέκα. |
κλίμακαnombre femenino (envergadura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El proyecto de la presa fue concebido a gran escala. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το έργο είναι μεγάλης κλίμακας και θα επηρεάσει όλη τη γύρω περιοχή. |
κλίμακαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La escala se mostraba en la parte inferior del plano. Η κλίμακα παρουσιαζόταν στο κάτω μέρος του χάρτη. |
κλίμακαnombre femenino (música) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El pianista tocaba escalas como ejercicio de calentamiento. Ο πιανίστας έπαιξε μουσικές κλίμακες για ζέσταμα. |
υπό κλίμακαnombre femenino (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Vimos unos planos a escala del nuevo edificio. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα σχέδια είναι υπό κλίμακα, αλλιώς δεν θα χωρούσαν στο χαρτί. |
κλίμακα(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan empezó como pasante y trabajó por subir la escalera durante la próxima década. |
στάση(σε ταξίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De camino a Nueva York, hice escala en Chicago. |
περιοχή μετρήσεωνnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El color de la solución es muy intenso, la aguja se va de escala; diluye a la mitad con agua destilada. |
σταθμός ανάπαυσηςnombre femenino (militar) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μουσική κλίμακα
|
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seattle fue nuestra escala de camino a Hawai. |
σταθμός ανάπαυσηςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El estudiante de música tuvo que escribir una pieza demostrando la escala de Dorian. Ο φοιτητής της μουσικής έπρεπε να γράψει ένα κομμάτι που να αναδεικνύει τη δωρική κλίμακα. |
εύρος, φάσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La gente que vive en la pobreza sufre de una gama de problemas. |
στάση(σύντομη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hicimos una breve parada en Nueva York, pero lamentablemente no tuvimos mucho tiempo para hacer turismo. |
διαβάθμιση, κλιμάκωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si examinas los diferentes artefactos, existe una obvia gradación en el avance tecnológico conforme han pasado los años. |
ιεραρχία(empresa) (ετερείας, επιχείρησης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρωματική διαβάθμιση(de colores) (χρώμα) El fondo de la pintura es una gradación de colores fríos. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hicimos una parada breve en Australia de camino a Japón. |
σκαρφαλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños escalaron la cerca. Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη. |
βαθμωτόςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκαρφαλώνω(κάτι ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él escaló con habilidad el árbol y cogió un mango. |
σκαρφαλώνω(alturas) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él escaló la montaña. Αναρριχήθηκε στο βουνό. |
βαθμωτό μέγεθοςnombre masculino |
αυξάνομαι κατακόρυφαverbo transitivo El precio de la mantequilla ha escalado en el último año. |
αγγελόψαρο(Cuba) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλιμακώνομαι, οξύνομαι(discusión) (καυγάς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El crítico artículo en el periódico hizo que la discusión se intensificara. Το επικριτικό άρθρο της εφημερίδας έκανε τη διαμάχη να οξυνθεί. |
ανεβαίνω σε κτ, σκαρφαλώνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gato subió al árbol. Η γάτα σκαρφάλωσε στο δέντρο. |
κλιμακώνω, οξύνω(ataques) (πόλεμος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo criticaron cuando se proclamó a favor de intensificar la guerra. Δέχθηκε κριτική όταν εκφράστηκε υπέρ του να κλιμακωθεί ο πόλεμος. |
σκαρφαλώνω σε κτverbo transitivo (con cuidado o gateando) |
σκαρφαλώνω πάνω από κτverbo transitivo (con cuidado o gateando) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκαρφαλώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτιάχνω σε κλίμακαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Modificó la escala de la maqueta a un tamaño de uno en diez. Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους. |
μικρόκοσμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los problemas de nuestra comunidad son un microcosmos de lo que sucede en nuestro país. |
μικρογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maqueta muestra cómo el texto y la imagen quedarán en el libro publicado. |
εκτεταμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El trabajo de este filósofo ofrece una teoría completa de la libertad personal. Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία. |
μοντέλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maqueta mostraba cómo sería el complejo de apartamentos si se construyese. Η μακέτα έδειχνε πώς θα ήταν η πολυκατοικία αν χτιζόταν. |
μεγάλης κλίμακαςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hubo una protesta a gran escala en contra de la guerra de Iraq en Washington DC. |
σε πραγματικό μέγεθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El artista se especializa en los retratos a gran escala. |
σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακαlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hay problemas que solo deben ser solucionados a gran escala, como el del cambio climático. |
εκτενώς, ευρέωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se están llevando a cabo operaciones de búsqueda a gran escala para encontrar la caja negra como secuela del accidente aéreo de la semana pasada. |
ελαφρώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Que lo suspendieran de la escuela de hecho mejoró su comportamiento a pequeña escala. |
σε μικρογραφία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para su proyecto final, Brenda hizo un modelo de la Torre Eiffel en miniatura. |
σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφίαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maqueta muestra la ciudad de Nueva York a escala. |
σε παγκόσμια κλίμακαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El clima no está cambiando sólo en mi zona, sino a escala global. |
σε κλίμακαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ese dibujo no está a escala. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El crucero por el Caribe tiene 14 puertos de escala en 11 países. |
αναλογική κλίμακα(τιμών) La clínica comunitaria usa una escala móvil para que pueda acceder a sus servicios. |
χρωματική κλίμακα(μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έκταση, ευρύτηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλίμακα μποφόρnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La escala de Beaufort indica, del 0 al 12, la intensidad de los vientos. |
σκάλα από σκοινίnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Para subir al árbol hicimos una escala de cuerda. |
σχέδιο υπό κλίμακα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pintor comenzó por un dibujo a escala del mural que tenía pensado. Η Εριέττα έκανε ένα σχέδιο του κήπου της υπό κλίμακα. Ο καλλιτέχνης άρχισε με ένα σχέδιο υπό κλίμακα της προβλεπόμενης τοιχογραφίας. |
σύστημα αξιώνlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En general las religiones tratan de instaurar en la sociedad una escala de valores que favorezca la convivencia y el bienestar de los individuos. |
μισθολογική κλίμακα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιχθυοδίοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απλός υπέρηχος(όχι έγχρωμος) |
μισθολογική κλίμακαnombre femenino |
μισθολογική κλίμακαlocución nominal femenina (εύρος μισθολογίου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεγέθυνση, αύξησηnombre femenino (υπό κλίμακα ή σταθερό λόγο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελάσσονας τόνος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ασπρόμαυρο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Le preguntó a la directora por qué había elegido utilizar la escala de grises para su película. Ρώτησε τη σκηνοθέτιδα γιατί επέλεξε να κάνει την ταινία της ασπρόμαυρη. |
μακέταlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλίμακα Ρίχτερlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυμαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La escala de precios de bienes raíces varía de los 4.500 a los 8.000 euros por metro cuadrado. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι τιμές των ακινήτων κυμαίνονται από 4.500 ως 8.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. |
μουσική κλίμακα
|
κύριες επιχειρήσειςlocución nominal femenina plural Gracias al artículo se descubrieron operaciones militares de alta escala. |
που κυμαίνεταιlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En una escala del 1 al 10, le doy un 8 a este libro. |
κάνω μια στάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hicimos noche en Miami de camino hasta acá. Μείναμε ένα βράδυ στο Μαϊάμι ερχόμενοι εδώ. |
πετάγομαιlocución verbal (MX) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy en un momento. Hago una escala rápida en la farmacia, y recojo mi receta. |
μικρόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estamos pensando en un lanzamiento del producto a pequeña escala, no una campaña nacional. Σκεφτόμαστε να κάνουμε μια μικρή παρουσίαση του προϊόντος, όχι μια εκστρατεία σε εθνικό επίπεδο. |
που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρουςlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los generales están planeando un ataque a gran escala. |
σε όλη την επικράτεια
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) El campeonato se transmite esta noche por todo el país. Ο αγώνας πρωταθλήματος θα μεταδοθεί απόψε σε όλη την επικράτεια. |
μινιατούρα, μικρογραφία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le regalo a su hijo un tren en miniatura por su cumpleaños. Πήρε στον γιο του τρένο μινιατούρα για τα γενέθλιά του. |
αποχρώσεις του γκρι
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escala στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του escala
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.