Τι σημαίνει το entre στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entre στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entre στο πορτογαλικά.

Η λέξη entre στο πορτογαλικά σημαίνει ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα σε, μεταξύ, μεταξύ, με, μαζί, ανάμεσα, μέσα, ανάμεσα σε, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, από, ανάμεσα, διεπιχειρησιακός, νιγέλα, μπαίνω στην μέση, παίκτης μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης, ποδιά, διαϋπηρεσιακός, εσωτερικός, μεταξύ των πρώτων, απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά, μεταξύ μας, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, ανάμεσά μας, στο διάλειμμα, μεταξύ άλλων, μεταξύ άλλων, μεταξύ μας, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, προσοχή στο κενό, πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι, λεκανοπέδιο, αμυντική θέση μπέιζμπολ, μεταξόνιο, διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών, οικογενειακή έχθρα, κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα, απόσταση, βρίσκω τη χρυσή τομή, παρομοιάζω,συγκρίνω, αποδεικνύω σχέση μεταξύ, ξεχωρίζω κτ με κτ, αλλάζω θέση, βάζω κτ σε παρένθεση, ψάχνω ανάμεσα σε, εναλλάσσω μεταξύ, στην παρέα μας, εμπιστευτικός, γραμμή βάσεων, διαδάνειο, εξισώνω κτ με κτ, ζητώ γονυπετής κτ από κπ, γελάω νευρικά, αποφασίζω, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ, βάζω σε παρένθεση, παρενθετικά, εντός εισαγωγικών, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, υπηρεσιακό σημείωμα, μετακινούμαι από κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entre

ανάμεσα σε

preposição

Chicago está entre Nova York e Los Angeles.
Το Σικάγο είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες.

ανάμεσα σε

preposição (σύνδεση)

Há uma ponte entre as duas margens.
Υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών.

ανάμεσα σε

preposição

Estou tentando me decidir entre o carro vermelho e o azul.
Προσπαθώ να διαλέξω ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε αυτοκίνητο.

μεταξύ, ανάμεσα

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos dividir a conta entre nós dois.

ανάμεσα σε

preposição (no meio)

Eu fui fazendo o meu caminho entre os turistas, à busca de um bom sítio para almoçar.
Περπατούσα ανάμεσα στους τουρίστες, ψάχνοντας ένα καλό μέρος για φαγητό.

μεταξύ

preposição (με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nem sempre é fácil distinguir entre o certo e o errado.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κάνεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό.

μεταξύ

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vamos manter estas informações entre você e eu.
Ας κρατήσουμε αυτή την πληροφορία μεταξύ μας.

με

preposição (combinação)

Entre o calor e a umidade, está desconfortável agora.

μαζί

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Só temos dez euros entre nós.
Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ.

ανάμεσα, μέσα

(rodeado por) (στη μέση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A fazenda do Josué se situa entre os milharais no leste do estado de Kansas.

ανάμεσα σε

preposição (literário)

ανάμεσα, μεταξύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Havia pérolas e moedas de ouro estavam entre os tesouros do baú. Entre as vítimas do terremoto estava um homem de 60 anos.
Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι.

μεταξύ, ανάμεσα

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A música dessa banda é popular entre universitários.
Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών.

ανάμεσα

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nossa casa fica entre um pub de um lado e campos abertos do outro.
Το σπίτι μας βρίσκεται ανάμεσα σε μια παμπ από τη μία πλευρά και σε κάτι χωράφια από την άλλη.

ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ

preposição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os filhos dividiram a herança entre eles próprios. Nós dividimos os biscoitos entre as crianças.
Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους.

από

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ela foi escolhida entre trinta candidatos.

ανάμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As casas ficam próximas umas das outras, com um beco no meio.
Τα σπίτια είναι δίπλα το ένα στο άλλο και ανάμεσά τους υπάρχει ένα δρομάκι.

διεπιχειρησιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νιγέλα

substantivo próprio (Botânica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαίνω στην μέση

(ser um obstáculo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίκτης μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης

(beisebol) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ποδιά

(BRA, figurado, informal) (αργκό: ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαϋπηρεσιακός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εσωτερικός

(dentro de algum lugar, interna)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεταξύ των πρώτων

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele se formou entre os melhores e foi aceito por uma ótima universidade.

απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά

locução adverbial (figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ μας

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ άλλων

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ μας, ανάμεσά μας

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Γελάσαμε με τα παιδιά που έτρεχαν ανάμεσά μας στο πάρκο. Υπάρχουν εχθροί μεταξύ μας.

στο διάλειμμα

locução adverbial (escola: intervalo) (σχολείο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ άλλων

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ άλλων

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μεταξύ μας

locução adverbial (falando confidencialmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσοχή στο κενό

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι

O riso entre os dentes de Harry mostrou seu constrangimento quando ele percebeu que tinha esquecido de completar o relatório que seu chefe havia pedido.

λεκανοπέδιο

(feição geológica) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αμυντική θέση μπέιζμπολ

(beisebol)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεταξόνιο

(απόσταση μεταξύ τροχών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακή έχθρα

κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα

substantivo feminino (separação entre ricos e pobres)

απόσταση

(διαχωριστικό κενό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρίσκω τη χρυσή τομή

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρομοιάζω,συγκρίνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδεικνύω σχέση μεταξύ

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχωρίζω κτ με κτ

αλλάζω θέση

(entre duas extremidades)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian alternou o interruptor e as luzes surgiram.
Ο Ίαν μετακίνησε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν.

βάζω κτ σε παρένθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω ανάμεσα σε

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εναλλάσσω μεταξύ

στην παρέα μας

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εμπιστευτικός

expressão (confidencial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γραμμή βάσεων

expressão (beisebol) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαδάνειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξισώνω κτ με κτ

expressão verbal

ζητώ γονυπετής κτ από κπ

expressão (figurado: implorar, pedir) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γελάω νευρικά

αποφασίζω

verbo pronominal/reflexivo (ανάμεσα σε δυο πράγματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não consegui me decidir entre os dois vestidos, por isso comprei ambos.
Δε μπορούσα να αποφασίσω ανάμεσα στα δύο φορέματα, οπότε τα αγόρασα και τα δύο.

συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε

verbo transitivo (κάποιον/κάτι σε κάτι)

Alguns acreditam que Madre Teresa deveria ser listada entre os santos.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους.

μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ

(σε άλλους)

Η περιουσία μοιράστηκε σε ίσα μέρη ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά.

βάζω σε παρένθεση

expressão verbal ()

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O professor colocou a oração subordinada entre parênteses.
Ο καθηγητής έβαλε σε παρένθεση την εξαρτημένη πρόταση.

παρενθετικά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντός εισαγωγικών

expressão (por assim dizer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπηρεσιακό σημείωμα

expressão (nota pequena)

μετακινούμαι από κτ σε κτ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entre στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του entre

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.