Τι σημαίνει το enseñar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enseñar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enseñar στο ισπανικά.

Η λέξη enseñar στο ισπανικά σημαίνει διδάσκω, διδάσκω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, διδάσκω, κάνω μάθημα, δίνω οδηγίες, καθοδηγώ, διαπαιδαγωγώ, καθοδηγώ, εκπαιδεύω, παρουσιάζω, εκθέτω, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του, επιδεικνύω, διδάσκω, δείχνω, εκπαιδεύσιμος, στυλ διδασκαλίας, δείχνω τα δόντια, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, το ρίχνω, κατατοπίζω, διδάσκω, εκπαιδεύω, εκπολιτίζω, επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο, μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα, μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του, δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ, δίνω οδηγίες σε κπ για κτ, δίνω διάλεξη σε κπ, κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα, διδάσκω, μαθαίνω, εκπαιδεύω, κωλοδάχτυλο, δείχνω τον κώλο μου, προετοιμάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enseñar

διδάσκω

verbo transitivo (ser maestro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando sea grande, quiero enseñar.
Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω καθηγητής.

διδάσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian quiere enseñar física.
Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él siempre muestra sus dientes cuando sonríe.
Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me puedes mostrar la manera correcta de hacer un nudo llano?
Μπορείς να μου δείξεις το σωστό τρόπο για να φτιάξω ένα στρυρόκομπο;

δείχνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostró su colección de postales a sus visitantes.
Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες.

διδάσκω, κάνω μάθημα

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω οδηγίες, καθοδηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías encargarte de entrenar al nuevo empleado?

διαπαιδαγωγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El texto sirve para edificar a los eruditos sobre el Budismo.

καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estuve guiando a un nuevo grupo de empleados en el trabajo.
Καθοδηγούσα μια ομάδα νεοπροσληφθέντων στη δουλειά.

εκπαιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estado educa a todos los chicos hasta los 16 años.
Το κράτος μορφώνει όλα τα παιδιά ως και την ηλικία των 16.

παρουσιάζω, εκθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que mostrar la nueva estatua a los trabajadores del museo.

εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιδεικνύω

verbo transitivo (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostró (or: enseñó) su pasaporte para la inspección.
Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

διδάσκω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lee aspira a enseñar a niños pequeños.
Ποιος σου έμαθε να κάνεις σκέιτ;

δείχνω

(σε κπ πως να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enseñó a su hija cómo atarse los cordones de los zapatos.
Έδειξε στην κόρη του πώς να δένει τα κορδόνια της.

εκπαιδεύσιμος

locución adjetiva (persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στυλ διδασκαλίας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sabrá mucho pero no me gusta la forma de enseñar que tiene.

δείχνω τα δόντια

(ES)

κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decidimos enseñarles inglés básico.

το ρίχνω

locución verbal (coloquial) (σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατατοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διδάσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan consiguió trabajo enseñando a niños de quinto grado en la escuela local.

εκπαιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debería haber más fondos disponibles para educar a los jóvenes.

εκπολιτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Podrías enseñarme cómo se abre una cuenta de correo electrónico?

μαθαίνω σε κπ να χρησιμοποιεί το γιο-γιο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαθαίνω κτ να χρησιμοποιεί την άμμο του

locución verbal (γάτα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ

¿Quién va a enseñarles a los niños el correcto cuidado de sus libros de texto?
Ποιος θα μιλήσει στα παιδιά για τη σωστή φροντίδα των βιβλίων τους;

διδάσκω κτ σε κπ

locución verbal

δίνω οδηγίες σε κπ για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carlos enseñó a Ben a instalar su nuevo lavabo.

δίνω διάλεξη σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter le da clases a los estudiantes de Harvard.
Ο Πίτερ έδινε διαλέξεις σε φοιτητές στο Χάρβαρντ.

κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando estaba en la universidad, Catherine se ganaba un dinero extra dando clases a niños.
Όταν ήταν στο πανεπιστήμιο η Κατερίνα έβγαζα κάποια επιπλέον χρήματα κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές.

διδάσκω, μαθαίνω

(κάποιον (να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill enseñó a los chicos a pasar mejor la pelota.
Ο Μπιλ έμαθε στα παιδιά να δίνουν καλύτερες πάσες.

εκπαιδεύω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tenista profesional les dio conocimientos básicos a sus estudiantes.
Ο επαγγελματίας τενίστας έμαθε στους μαθητές του τα βασικά.

κωλοδάχτυλο

(gesto obsceno) (χειρονομία: χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El conductor del otro auto me hizo un corte de manga.

δείχνω τον κώλο μου

(ES, vulgar) (χυδαίο: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los jugadores le hicieron un calvo al equipo contrario.
Οι παίκτες έδειξαν τα οπίσθιά τους στην αντίπαλη ομάδα.

προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethany quiere entrar a Oxford o Cambridge, así que su maestro la está preparando.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enseñar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.