Τι σημαίνει το dressed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dressed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dressed στο Αγγλικά.
Η λέξη dressed στο Αγγλικά σημαίνει ντυμένος, που φοράει, καθαρισμένος, φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, βραδινός, επίσημος, ρούχα, παρατάσσομαι, δένω, φτιάχνω, ετοιμάζω για μαγείρεμα, περιχύνω, περιποιούμαι, παρατάσσω, λειαίνω, ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πένα, ντυμένος στην πένα,στην τρίχα, καλοντυμένος, καλοντυμένος, μεταμφιεσμένος, φοράω, ντυμένος κτ, ντύνομαι, μισοντυμένος, ελαφρά ντυμένος, καλοντυμένος, καλοντυμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dressed
ντυμένοςadjective (wearing clothes) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) If you come over at 8am, I probably won't be dressed yet. |
που φοράειadjective (wearing clothes of sort mentioned) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρισμένοςadjective (food: prepared, garnished) (κρέας, κοτόπουλο, ψάρι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Rosa squeezed lime juice over her dressed crab. |
φόρεμαnoun (woman's item of clothing) (γυναικείο ρούχο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She wore a beautiful blue dress. Φορούσε ένα υπέροχο μπλε φόρεμα (or: φουστάνι). |
ντύνομαιintransitive verb (put clothes on yourself) (φοράω τα ρούχα μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He dressed and ate breakfast quickly. Ντύθηκε κι έφαγε γρήγορα πρωινό. |
ντύνωtransitive verb (put clothes on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dress the children quickly so we can go. Ντύσε, γρήγορα, τα παιδιά, για να φύγουμε. |
βραδινός, επίσημοςadjective (formal) (επίσημος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He wore his dress suit to the formal dinner. Φόρεσε το βραδινό (or: επίσημο) κοστούμι του στο επίσημο δείπνο. |
ρούχαnoun (clothing generally) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) His dress was not appropriate for the opera. |
παρατάσσομαιintransitive verb (military: become aligned) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new recruits dressed and waited for the officer to speak. |
δένωtransitive verb (apply a bandage to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The nurse dressed his wound once the bleeding stopped. |
φτιάχνωtransitive verb (dated (hair) (μτφ: τα μαλλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to dress my hair before we go out tonight. |
ετοιμάζω για μαγείρεμαtransitive verb (dated (prepare for eating) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First you need to dress the chicken by removing the excess fat. |
περιχύνωtransitive verb (add sauce to a salad) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She prefers to dress her salad with olive oil instead of salad dressing. |
περιποιούμαιtransitive verb (groom a horse) (τα άλογα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She helped to dress the cavalry horses before the big parade. |
παρατάσσωtransitive verb (align military troops) (τους στρατιώτες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The officer always started drills by dressing the troops. |
λειαίνωtransitive verb (stone: make smooth) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A mason has to dress stone to make it smooth. |
ντυμένος στην τρίχα, ντυμένος στην πέναadjective (figurative (woman: in stylish clothes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The actresses attending the Oscars ceremony were dressed to kill. Οι ηθοποιοί που παραβρέθηκαν στην τελετή των Όσκαρ ήταν ντυμένες στην τρίχα. |
ντυμένος στην πένα,στην τρίχαadjective (informal (dressed formally or elegantly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Everyone was dressed to the nines at the inauguration ball. |
καλοντυμένοςadjective (in evening wear) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sally's date cancelled, so she was all dressed up with nowhere to go. |
καλοντυμένοςadjective (in formal clothes) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Daniel was dressed up for his job interview. |
μεταμφιεσμένοςadjective (in costume, disguise) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Helen was dressed up for her role in the film. |
φοράωexpression (in costume, disguised) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charles is dressed up in a clown's outfit. |
ντυμένος κτexpression (in costume, disguised as) (καθομιλουμένη, μτφ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mandy was dressed up like a witch for Halloween. Η Μάντι ντύθηκε μάγισσα για το Χάλογουιν. |
ντύνομαιverbal expression (put clothes on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was late this morning and had to get dressed in a hurry. Άργησα και έπρεπε να ντυθώ βιαστικά σήμερα το πρωί. |
μισοντυμένοςadjective (not fully clothed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρά ντυμένοςadjective (wearing few clothes) |
καλοντυμένοςadjective (wearing stylish or formal clothes) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The smartly dressed young man always had the latest clothes. |
καλοντυμένοςadjective (with expensive, clean clothing) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dressed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του dressed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.