Τι σημαίνει το dressé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dressé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dressé στο Γαλλικά.
Η λέξη dressé στο Γαλλικά σημαίνει εκπαιδεύω, σηκώνω, σηκώνω, συμπληρώνω, συντάσσω, βάζω κτ στο πιάτο, κόβω, σερβίρω, δαμάζω, εξημερώνω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, σχεδιάζω, εκπαιδευμένος, εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ, στέκομαι, προσβάλλομαι, σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου, κόβω κλήση, δίνω κλήση, τρομακτικός, τρομαχτικός, επαναχαρτογραφώ, ισοσκελίζω, μου σηκώνεται η τρίχα, παρομοιάζω,συγκρίνω, στρώνω το τραπέζι, περιγράφω την κατάσταση, τεντώνω τα αυτιά μου, σηκώνομαι απότομα, τεντώνω, στήνω σκαλωσιά, εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά, ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ, επιτίθεμαι σε κπ, καθορίζω τις προδιαγραφές για κτ, απομακρύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dressé
εκπαιδεύωverbe transitif (un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω(déplacer vers le haut) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons remonté le parasol de 15 cm. Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες. |
σηκώνωverbe transitif (la tête) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dressa (or: redressa) la tête dès qu'il entendit son nom. Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του. |
συμπληρώνω, συντάσσω(une liste,...) (λίστα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le FBI a dressé la liste des suspects impliqués dans l'attentat. Το FBI έφτιαξε μια λίστα υπόπτων για την έκρηξη. |
βάζω κτ στο πιάτοverbe transitif (un plat, une assiette) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils ont dressé les assiettes et les ont servies aux convives. |
κόβωverbe transitif (δίνω σχήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary a dressé la planche avec une scie pour l'adapter. |
σερβίρω(de la nourriture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isabelle a servi de la dinde et l'a placée au milieu de la table. |
δαμάζω, εξημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lisa a essayé d'apprivoiser (or: domestiquer) le renard qui venait dans son jardin. Η Λίζα προσπαθεί να εξημερώσει την αλεπού που έρχεται στον κήπο της. |
ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνωverbe transitif (κατασκευή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les marines ont rapidement dressé un groupe de tentes. |
σχεδιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laissez-moi vous dresser le plan de développement. Άσε με να σου σχεδιάσω το πλάνο ανάπτυξης. |
εκπαιδευμένοςadjectif (animal) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le public a adoré la chorégraphie avec les chevaux dressés. |
εκπαιδεύω κτ να κάνει κτ, μαθαίνω κτ να κάνει κτ(un animal) |
στέκομαιverbe pronominal (animal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chien s'est dressé sur ses pattes arrière. |
προσβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το βιβλίο παρουσιάζει αρκετούς αστέρες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. |
κόβω κλήση, δίνω κλήση(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le policier m'a verbalisé pour excès de vitesse. Ο αστυνόμος μου έκοψε κλήση (or: έδωσε κλήση) για υπερβολική ταχύτητα |
τρομακτικός, τρομαχτικός(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επαναχαρτογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισοσκελίζω(Finance) (προϋπολογισμός κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le travail du comptable est de dresser le bilan d'une société. |
μου σηκώνεται η τρίχα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce mec est tellement bizarre qu'il me fait froid dans le dos. Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα. |
παρομοιάζω,συγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons établi un parallèle entre les restrictions sur les pouvoirs législatifs des premiers parlements britanniques et ceux des parlements européens modernes. |
στρώνω το τραπέζι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma mère m'a demandé de mettre la table (or: mettre le couvert) pendant qu'elle préparait le dîner. |
περιγράφω την κατάστασηverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεντώνω τα αυτιά μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνομαι απότομα
|
τεντώνωverbe pronominal (oreilles) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mes oreilles se sont dressées quand j'ai entendu quelqu'un mentionner mon nom. Όταν άκουσα κάποιον να αναφέρει το όνομά μου, τέντωσα τα αυτιά μου. |
στήνω σκαλωσιάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le roman dresse un portrait de la vie en Amérique pendant la Grande dépression. Το μυθιστόρημα περιγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην Αμερική την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. |
ορθώνομαι μπροστά σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La petite brute se dressa au-dessus de sa victime et lui demanda son argent du déjeuner. |
επιτίθεμαι σε κπ
L'actrice s'est dressée contre les critiques qui, selon elle, ont mal interprété sa performance. |
καθορίζω τις προδιαγραφές για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dressez la liste des spécifications du nouveau produit avant de rédiger le rapport complet. |
απομακρύνω(κάποιον από κάποιον) Je ne peux pas m'empêcher de penser que ta mère essaye de nous dresser l'un contre l'autre. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dressé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dressé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.