Τι σημαίνει το dominar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dominar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dominar στο ισπανικά.

Η λέξη dominar στο ισπανικά σημαίνει τελειοποιώ, έχω επιρροή, επικρατώ, υπερισχύω, κυριαρχώ, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, τελειοποιώ, γίνομαι κυρίαρχος, κυβερνώ, τιθασεύω, εξουδετερώνω, υπερνικώ, υπερισχύω, κυριαρχώ, επικρατώ, υποτάσσω, εξουσιάζω, καταπιέζω, δαμάζω, υπερνικώ, επικρατώ, κυριαρχώ, περιορίζω, ελέγχω, υπερισχύω, καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώ, τιθασεύω, δαμάζω, συγκρατώ, μιλάω άπταιστα, επιβάλλομαι, που γνωρίζει/κατέχει αρκετά, καταδυναστεύω, γκρινιάζω, υπερνικώ, υπερισχύω, κυριεύω, με πνίγει, με βαραίνει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dominar

τελειοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leo finalmente dominó la difícil pieza de piano tras meses de práctica.
Ο Λίο τελικά τελειοποίησε το δύσκολο κομμάτι στο πιάνο μετά από μήνες εξάσκησης.

έχω επιρροή

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El consultor político domina la mente del presidente.

επικρατώ, υπερισχύω, κυριαρχώ

verbo transitivo (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón boxeará la semana que viene para ver si todavía domina el deporte.
Ο πρωταθλητής θα παίξει μποξ την ερχόμενη εβδομάδα για να διαπιστώσει αν ακόμα κυριαρχεί στο άθλημα.

ελέγχω, κυβερνώ, διέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las autoridades temen no poder dominar la reacción contra la nueva ley.

τελειοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dominó la cirugía cardiaca en sólo dos años.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τελειοποίησε τα αγγλικά του σε μόλις 3 χρόνια.

γίνομαι κυρίαρχος

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Napoleón fue capaz de dominar muchos países.
Ο Ναπολέων κατέλαβε πολλά κράτη.

κυβερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dictador dominó el país por medio del terror y las amenazas.
Ο δικτάτορας κυβέρνησε το έθνος του με εκφοβισμό και απειλές.

τιθασεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le llevó mucho tiempo, pero al final pudo dominar el caballo salvaje.
Του πήρε πολύ καιρό, αλλά τελικά κατάφερε να τιθασεύσει το άγριο άλογο.

εξουδετερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El asaltante la dominó y la tiró al piso.

υπερνικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Martha consiguió dominar a su oponente. Los servicios de emergencia se las arreglaron para dominar el fuego.
Η Μάρθα κατάφερε να καθυποτάξει τον επιτιθέμενο.

υπερισχύω, κυριαρχώ, επικρατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποτάσσω, εξουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ciudadanos sienten que están siendo reprimidos por el gobierno.
Οι πολίτες αισθάνονται ότι η κυβέρνηση τους καταπιέζει.

δαμάζω, υπερνικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικρατώ, κυριαρχώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta zona tiene poca lluvia, y prevalecen las plantas desérticas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η περιοχή έχει χαμηλή βροχόπτωση και κυριαρχούν (or: επικρατούν) τα φυτά της ερήμου.

περιορίζω, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se supone que la nueva política económica de la nación va a frenar la inflación.
Η νέα οικονομική πολιτική της χώρας υποτίθεται θα περιορίσει (or: ελέγξει) τον πληθωρισμό.

υπερισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que Dios prevalece al universo.

καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor estaba furioso, pero consiguió reprimir el enfado y ser amable.
Ο Τρέβορ ήταν έξαλλος, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον θυμό του και να φερθεί ευγενικά.

τιθασεύω, δαμάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al fin había logrado Rachel controlar su ira y ser cortés con su suegra.

συγκρατώ

(emociones)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniel estaba muy angustiado pero contuvo sus lágrimas.

μιλάω άπταιστα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Habla tres idiomas con fluidez.
Είναι ευφραδής σε τρεις γλώσσες.

επιβάλλομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abusón domina a los otros chicos en el patio.
Ο νταής επιβάλλεται στα άλλα παιδιά στην παιδική χαρά.

που γνωρίζει/κατέχει αρκετά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me tomó años dominar bien el tiempo subjuntivo.

καταδυναστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γκρινιάζω

(al marido) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερνικώ, υπερισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυριεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una fría furia dominaba a Martha.
Μια έντονη οργή κυρίευσε τη Μάρθα.

με πνίγει, με βαραίνει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo dominaba la ansiedad por sus exámenes.
Τον έχει πνίξει το άγχος για τις εξετάσεις του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dominar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.