Τι σημαίνει το discusión στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης discusión στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discusión στο ισπανικά.
Η λέξη discusión στο ισπανικά σημαίνει συζήτηση, συζήτηση, διαφωνία, διαπληκτισμός, καυγάς, καυγάς, τσακωμός, καβγάς, καυγάς, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, συζήτηση, διαφωνία, λογομαχία, σύσκεψη, συζήτηση, αντιπαράθεση, φλυαρία, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, διαμάχη, διένεξη, καβγάς, τσακωμός, παρεξήγηση, διαπραγμάτευση, διαφωνία, καυγάς, καβγάς, τσακωμός, συζήτηση, συζήτηση, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, διαμάχη, αντιπαράθεση, καβγάδες, τσακωμοί, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, τσακώνομαι, αποκλείεται, τίθεμαι προς συζήτηση, που τίθεται επί τάπητος, ανοιχτός προς συζήτηση, στο τραπέζι, υπό συζήτηση, υπό εξέταση, υπό συζήτηση, δεν συγκρίνεται, διαφωνία για μικροπράγματα, ομάδα συζήτησης, δημόσιος διάλογος, υπό συζήτηση θέμα, υπό συζήτηση θέμα, επιθετική οδήγηση, θέμα προς συζήτηση, έντονη διαφωνία, εν λόγω θέμα, χώρος συζητήσεων, άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς, τσακώνομαι, συζητάω, συζητώ, θέτω το ζήτημα, αποστομώνω, -, καβγάς, τσακωμός, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, καβγάς, καυγάς, καβγαδάκι, καυγαδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης discusión
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hoy tuve un debate interesante con tu profesor. Είχα μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον δάσκαλό σου σήμερα. |
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Últimamente ha habido mucho debate sobre el ciberacoso en la prensa. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πολύ συζήτηση στον τύπο για τον εκφοβισμό μέσω του Διαδικτύου. |
διαφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvieron una discusión sobre lo qué iban a hacer aquella noche. Είχαν μια λογομαχία με αφορμή το τι θα έκαναν εκείνο το βράδυ. |
διαπληκτισμός(καυγάς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tuvimos una discusión sobre el perro. |
καυγάςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alan y Margarita tuvieron una discusión por dinero delante de nosotros. Ο Άλαν και η Μάρτζορι είχαν ένα καυγά για τα χρήματα μπροστά μας. |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καβγάς, καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Η σύγκρουση των δύο κομμάτων συνεχίστηκε στη σημερινή συζήτηση στη βουλή. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Miranda y Colin no se hablan; han tenido una seria discusión. |
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El grupo de amigos estaba debatiendo los temas del texto y su discusión duró un tiempo. Η παρέα κουβέντιαζε για τα θέματα του κειμένου και η συζήτηση κράτησε κάμποση ώρα. |
διαφωνία, λογομαχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ausencia inesperada del jefe ocasionó una discusión sobre quién estaba a cargo. |
σύσκεψη, συζήτησηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντιπαράθεση(για ασήμαντα πράγματα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φλυαρίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El consejero trató de ayudar a la pareja a poner fin a su continua discusión. Ο σύμβουλος προσπάθησε να βοηθήσει το ζευγάρι και να σταματήσει τους διαρκείς καυγάδες τους. |
διαμάχη, διένεξη(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dejaron de ser amigos luego de su discusión por dinero. Σταμάτησαν να είναι φίλοι μετά τον καβγά (or: τσακωμό) τους για τα λεφτά. |
παρεξήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kyle tuvo una discusión con su mujer, y tuvo que dormir en el sofá. |
διαπραγμάτευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ya están en marcha las negociaciones por un nuevo acuerdo ambiental. Τώρα διεξάγονται διαπραγματεύσεις για μια συνθήκη για το κλίμα. |
διαφωνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καυγάς, καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las peleas constantes de mis padres me ponen mal. |
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συζήτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No pudieron llegar a un acuerdo incluso después de horas de deliberación. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sus padres tienen riñas todo el tiempo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι καβγάδες (or: τσακωμοί) μεταξύ αδερφιών είναι συχνό φαινόμενο. |
διαμάχη, αντιπαράθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El conflicto sobre la herencia hacía que no hablasen. |
καβγάδες, τσακωμοί
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Los dos chicos se enredaban en disputas interminables. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos compañeros no se llevaban bien y casi siempre estaban de riña. |
αποκλείεταιlocución adjetiva (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quién establece las pautas acá está fuera de discusión. |
τίθεμαι προς συζήτησηlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El asunto de salir esta noche no está en discusión. |
που τίθεται επί τάπητος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Lamentablemente la idea propuesta como moción no fue aprobada. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τέθηκε επί τάπητος η πιθανότητα ενός πακέτου διάσωσης για την προβληματική τράπεζα, αλλά η κυβέρνηση δεν το υποστήριξε. |
ανοιχτός προς συζήτηση
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
στο τραπέζι(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pongamos todas las opciones sobre la mesa. |
υπό συζήτηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El juez notó que el precedente legal en cuestión era demasiado endeble. |
υπό εξέτασηlocución adjetiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gracias por enviar su CV para el puesto de trabajo, su solicitud está sometida a discusión. |
υπό συζήτηση
|
δεν συγκρίνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En lo que a coches se refiere, yo me quedo con un porsche: no hay punto de comparación. |
διαφωνία για μικροπράγματα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ομάδα συζήτησης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El grupo de debate se reunió para encontrarle soluciones al problema. |
δημόσιος διάλογοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Todos los ponentes del panel de discusión empezaron a gritarse los unos a los otros. Όλοι οι ομιλητές στο δημόσιο διάλογο άρχισαν να φωνάζουν μεταξύ τους. |
υπό συζήτηση θέμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es bueno saber eso... pero el punto en cuestión es completamente diferente. |
υπό συζήτηση θέμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El tema a debatir en la conferencia de hoy es la contaminación del agua. Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων. |
επιθετική οδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todos hemos experimentado el enfado del conductor alguna vez. |
θέμα προς συζήτησηnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las nuevas medidas económicas fue el tema de discusión en la oficina durante toda la semana. |
έντονη διαφωνία
Podía escuchar a la pareja de al lado teniendo una discusión acalorada. |
εν λόγω θέμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος συζητήσεωνlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς
|
τσακώνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tuvieron una discusión sobre sus salidas nocturnas. |
συζητάω, συζητώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos que tener una discusión sobre dónde ir de vacaciones este año. |
θέτω το ζήτημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποστομώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
-locución adjetiva (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Το θέμα θα συζητηθεί στην επόμενη συνάντησή μας. |
καβγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Esme tuvo una discusión corta e intensa con el agente de tránsito que le dijo que estaba estacionada donde no debía. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ
Está de mal humor porque discutió con su mujer. |
καβγάς, καυγάς(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La discusión acalorada de Bob y Joe dejó a ambos con sentimientos heridos. Ο καβγάς του Μπομπ με τον Τζο προκάλεσε και στους δύο μεγάλη λύπη. |
καβγαδάκι, καυγαδάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Unos amigos me invitaron a cenar anoche; fue una velada estupenda aunque tuvieron una pequeña pelea de pareja sobre quién iba a fregar los platos. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discusión στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του discusión
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.