Τι σημαίνει το dirigido στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dirigido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirigido στο ισπανικά.
Η λέξη dirigido στο ισπανικά σημαίνει που γράφει τον παραλήπτη, σε σκηνοθεσία, έχω προορισμό, καθοδηγώ, διαχειρίζομαι, διευθύνω, πλοηγώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, προεδρεύω, σχεδιάζω, δρομολογώ, οδηγώ, ηγούμαι, απευθύνω κτ σε κπ, ηγεσία, αρχηγία, σκηνοθετώ, κατευθύνω, ηγούμαι, απομακρύνω, ρυθμίζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, απευθύνω, απευθύνω κτ σε κπ, στρέφω, καθοδηγώ, οδηγώ, διαχειρίζομαι, επιβλέπω, επιτηρώ, διοικώ, σχεδιάζω, οργανώνω, επιβλέπω, διοικώ, ηγούμαι, ηγούμαι, στρέφω κτ σε κτ, συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω, δουλεύω, εργάζομαι, οδηγώ, είμαι επικεφαλής, κατευθύνω, διοικώ, διευθύνω, διοικώ, διευθύνω, πλασάρω, οδηγώ, δίνω ώθηση σε κτ, έχω, διευθύνω, σημαδεύω, κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για, βάσει συμβάντων, έρευνα καθοδηγούμενη από ερευνητές, που διευθύνεται αποτελεσματικά, που αποσκοπεί σε, απευθύνομαι σε κπ/κτ, προορίζομαι για κπ/κτ, σκηνοθετούμαι από κπ, φτηνός, που εστάλη σε λάθος μέρος, οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι, διευθύνομαι από κπ, απευθύνομαι σε κπ/κτ, έχω παραλήπτη κπ, απευθύνομαι, ελέγχομαι από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dirigido
που γράφει τον παραλήπτηadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No olvides adjuntar un sobre franqueado y dirigido. |
σε σκηνοθεσίαparticipio pasado (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω προορισμό
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El tren con destino a París se encuentra en la plataforma número seis. |
καθοδηγώ(δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo manejo si tú nos diriges. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
διαχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigía la operación del sistema. Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου. |
διευθύνωverbo transitivo (στη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él dirigió la orquesta. Διεύθυνε την ορχήστρα. |
πλοηγώ(βάρκα, πλοίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No es fácil dirigir un barco hacia dentro de ese puerto. Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι. |
διευθύνω, διαχειρίζομαι(negocio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigió su negocio eficientemente. Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά. |
προεδρεύωverbo transitivo (reunión) (σε συνεδρίαση κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él dirigió la reunión ya que nadie quería hacerlo. Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε. |
σχεδιάζω(obra) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él dirigió la construcción de esos edificios. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα; |
δρομολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El protocolo determina cómo el sistema dirige los datos. Αυτό το πρωτόκολλο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα δρομολογεί τα δεδομένα. |
οδηγώ(κάποιον σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estudiantes voluntarios nos dirigieron hasta nuestros asientos. Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές. |
ηγούμαι(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Martin dirige el departamento financiero. Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών. |
απευθύνω κτ σε κπverbo transitivo O'Neill dirigió sus comentarios a los dueños de las empresas delante de la audiencia. Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό. |
ηγεσία, αρχηγία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dirigir no es su punto fuerte. Él es un pensador. Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής. |
σκηνοθετώverbo transitivo (cine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de muchos años de actor, él quería dirigir. |
κατευθύνω(militar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El misil fue dirigido hacia su objetivo. |
ηγούμαι(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese hombre dirige el servicio de bomberos de toda la nación. |
απομακρύνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El perro pastor dirigió a las ovejas lejos del río. |
ρυθμίζω(τροχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El CEO dirigía la compañía. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση). |
διευθύνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigió la orquesta. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. |
σκηνοθετώverbo transitivo (cine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quién dirigió Lo que el viento se llevó? |
απευθύνωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El político dirigió su discurso a los votantes indecisos. |
απευθύνω κτ σε κπverbo transitivo (envíos, cartas) ¿A quien debo dirigir la carta? Ποιον να βάλω ως παραλήπτη στο γράμμα; |
στρέφωverbo transitivo (quejas, reclamaciones) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías dirigir tus críticas al responsable. |
καθοδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El guía turístico guía a la gente a través de la ciudad. Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη. |
οδηγώ(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
διαχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quién administra tu sistema informático? Ποιος διαχειρίζεται το σύστημα των υπολογιστών; |
επιβλέπω, επιτηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johnathan supervisó la construcción de la nueva cafetería. |
διοικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σχεδιάζω, οργανώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El principal criminal planeó el robo. |
επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Superviso un equipo de 5 asistentes editoriales. Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης. |
διοικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El general manda sus tropas muy bien, de manera que ellos hacen lo que él les ordena. Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές. |
ηγούμαι(διευθύνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El inspector en jefe conduce la investigación. Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας. |
ηγούμαι(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ex congresista encabezó la investigación. Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες. |
στρέφω κτ σε κτ
Sally orientó sus plantas hacia el sur para que tuviesen la mejor luz. |
συγκεντρώνω, εστιάζω, προσηλώνω(την προσοχή μου σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora fijen su atención en el jugador más alto. Τώρα στρέψε την προσοχή σου στον ψηλότερο παίκτη. |
δουλεύω, εργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της. |
οδηγώ(κπ στο να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El interés de Jennifer en los animales la condujo a convertirse en veterinaria. Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος. |
είμαι επικεφαλής(música) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El director ha encabezado esta orquesta por dos años. Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια. |
κατευθύνω
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Enfocó la luz hacia la entrada. |
διοικώ, διευθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene capacidad suficiente para manejar la empresa ella sola. |
διοικώ, διευθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helena es la que verdaderamente maneja la oficina. |
πλασάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los fabricantes lanzan sus productos con vistas a un mercado específico. Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές. |
οδηγώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sacerdote dirige (or: conduce) en oración a la congregación. Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή. |
δίνω ώθηση σε κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gastar dirige la economía. Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία. |
έχω, διευθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen maneja una empresa de alquiler de herramientas en Birmingham. Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ. |
σημαδεύωverbo intransitivo (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No apuntes ese cuchillo hacia mí. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί. |
κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βάσει συμβάντωνlocución adjetiva (programación) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρευνα καθοδηγούμενη από ερευνητές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που διευθύνεται αποτελεσματικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που αποσκοπεί σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απευθύνομαι σε κπ/κτ, προορίζομαι για κπ/κτ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta serie de videos está dirigida a niños pre-escolares. Αυτή η σειρά βίντεο προορίζεται για παιδιά προσχολικής ηλικίας. |
σκηνοθετούμαι από κπlocución verbal (cine) La película "2001, Odisea en el Espacio" fue dirigida por Stanley Kubrik. |
φτηνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prefiero ir a tiendas de diseño que comprar ropa dirigida al mercado popular. |
που εστάλη σε λάθος μέροςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El paquete mal dirigido tuvo que ser devuelto al correo. |
οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La investigación estaba dirigida por un profesor de la universidad. |
διευθύνομαι από κπ
Esta serie de libros fue dirigida por el presidente del departamento. |
απευθύνομαι σε κπ/κτlocución verbal La maratón de 10km está dirigida a todos los tipos de habilidad, desde maratonistas profesionales hasta madres con cochecitos. |
έχω παραλήπτη κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta carta está dirigida a ti. Το γράμμα έχει εσένα για παραλήπτη. |
απευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El complejo vacacional está dirigido a parejas jóvenes sin hijos. Το θέρετρο απευθύνεται σε νεαρά ζευγάρια χωρίς παιδιά. |
ελέγχομαι από κπ
El bombardeo fue dirigido por el general al mando. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirigido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dirigido
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.