Τι σημαίνει το devenu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης devenu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του devenu στο Γαλλικά.
Η λέξη devenu στο Γαλλικά σημαίνει γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, απογίνομαι, γίνομαι, φέρνω, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, -, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, απασχολημένος, εξελίσσομαι, συνεργασία, ιεροσύνη, σκληραίνω, γίνομαι όξινος, αργοσβήνω, γκριζάρω, μεγαλώνω, εκνευρίζομαι, προσχωρώ σε κτ, εντάσσομαι σε κτ, γκριζάρω, γκριζάρω, χλωμιάζω, επίδοξος, με παίρνουν τα χρόνια, ενηλικίωση, αρραβωνιαστικιά, βγαίνω εκτός ελέγχου, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, μου γίνεται συνήθεια, γίνομαι της μόδας, βρίσκω,αποκτώ, ενηλικιώνομαι, πέφτω σε αχρηστία, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, γίνομαι φίλος, είμαι κεντραρισμένος, μειώνομαι, τα παίζω, τρελαίνομαι, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, τρελαίνομαι, φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι, μπαρκάρω, γίνομαι μέλος, στενεύω, γίνομαι αλκαλικός, μεταμορφώνομαι σε νύμφη, γίνομαι απότομος, τυφλώνομαι, χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω, χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω, ζω οικολογικά, παθαίνω άνοια, βαθαίνω, πλουτίζω, φαλακραίνω, καραφλιάζω, τρελαίνομαι, παλαβώνω, γίνομαι πικρόχολος, γίνομαι φιλάσθενος, τα παίζω, έρχομαι κοντά, γίνομαι φίλος με κπ, γίνομαι viral, φουρτουνιάζω, χλωμιάζω, εκτός ελέγχου, γίνομαι πιο ζεστός με κπ, κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενό, τρελαίνομαι, παλαβώνω, κολλάω, λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, γίνομαι φιλικός, γίνομαι φίλος με κπ, γίνομαι φίλη με κπ, δε χωράω, δε χωρώ, έχω στόφα, αυξάνω την επιρροή μου, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, εξελίσσομαι σε, πέφτω σε αχρηστία, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, τρελαίνομαι από κτ, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, γίνομαι φίλος, γίνομαι, γίνομαι μέλος, γίνομαι ίσιος, βγάζω κάλο, κοκκινίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης devenu
γίνομαιverbe intransitif (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Ce client est en train de devenir un problème. Αυτός ο πελάτης εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. |
γίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) La chenille est devenue un papillon. Η κάμπια μεταμορφώθηκε σε νυχτοπεταλούδα. |
γίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απογίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qu'est devenu Joe Hill ? Tu sais où il est à présent ? Τι να απέγινε ο Τζο Χιλ; Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα; |
γίνομαιverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαιverbe intransitif (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) On lui avait dit qu'il ne deviendrait jamais quelqu'un. |
γίνομαιverbe intransitif (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Je crois que je deviens fou. Νομίζω ότι καταντώ τρελός. |
γίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα φύλλα μετατράπηκαν σε πολτό κάτω από τα πόδια μας. |
-verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils sont devenus fous quand ils ont entendu la nouvelle. Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα. |
γίνομαι(pâle,...) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) |
γίνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après plusieurs lavages, ma chemise noire est devenue grise. |
γίνομαιverbe transitif (κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est devenue une jeune femme bien sous tous rapports. |
γίνομαιverbe transitif (couleur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En automne, les feuilles deviennent marron. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έπεσε μια κόκκινη κάλτσα μέσα στο πλυντήριο και όλα τα άσπρα ρούχα έγιναν ροζ. |
γίνομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le jour est devenu chaud. |
γίνομαιverbe intransitif (rang, position) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Francis essaie de devenir (or: passer) capitaine. Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός. |
απασχολημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξελίσσομαι(γίνομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le partenariat de Gemma et Maxine a apporté davantage de contrats à toutes les deux. Η συνεργασία της Τζέμμα και της Μαξίν έχει φέρει και στους δυο περισσότερη δουλειά. |
ιεροσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκληραίνω(substance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Battez les blancs d'œufs jusqu'à ce qu'ils deviennent fermes. Χτυπήστε τα ασπράδια των αυγών μέχρι να σφίξουν. |
γίνομαι όξινος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αργοσβήνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκριζάρω(cheveux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεγαλώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais que mon frère grandisse un peu et se trouve un appartement. Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι. |
εκνευρίζομαι(colère) (αρνητικό συναίσθημα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe jouait mal et les fans commençaient à s'énerver (or: se mettre en colère). |
προσχωρώ σε κτ, εντάσσομαι σε κτ
La République tchèque a rejoint l'Union européenne en mai 2004. |
γκριζάρω(personne) (μεταφορικά: εγώ ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Steve fait beaucoup plus vieux depuis qu'il grisonne. Ο Στηβ φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από τότε που άρχισε να γκριζάρει. |
γκριζάρω(cheveux) (τα μαλλιά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes cheveux commencent à grisonner, bien que je n'aie que la vingtaine. Τα μαλλιά μου άρχισαν να ασπρίζουν παρόλο που δεν έχω φτάσει τα τριάντα. |
χλωμιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alan a pâli en entendant la mauvaise nouvelle. |
επίδοξος(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με παίρνουν τα χρόνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon chien devient vieux, mais il continue à courir après les voitures. Τον σκύλο μου τον πήραν τα χρόνια, αλλά ακόμα κυνηγάει αυτοκίνητα. |
ενηλικίωση(διαδικασία: αντρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρραβωνιαστικιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis tombé amoureux de celle qui allait devenir ma femme dès que je l'ai vue sourire. |
βγαίνω εκτός ελέγχου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle s'apprête à devenir le plus jeune lauréat du prix Nobel de physique. Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
μου γίνεται συνήθεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι της μόδαςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le mauve est devenu à la mode après que la reine ait porté une robe de cette couleur. |
βρίσκω,αποκτώ(soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand j'ai reçu mon héritage, je suis entrée en possession de plusieurs pièces rares. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα. |
ενηλικιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Beaucoup de cultures ont un rituel pour célébrer le fait qu'un jeune devienne majeur (or: atteigne la majorité). |
πέφτω σε αχρηστία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ωριμάζω, ενηλικιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Certains animaux de ferme mettent jusqu'à trois ans à devenir adultes. De nos jours, beaucoup d'enfants sont trop pressés de devenir adultes. Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν. |
γίνομαι φίλος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Au début, nous nous détestions, mais avec le temps, nous sommes devenus amis. Αρχικά μισούσαμε ο ένας τον άλλο, αλλά με τον καιρό γίναμε φίλοι. |
είμαι κεντραρισμένοςverbe intransitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μειώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα παίζω(familier) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός
|
τρελαίνομαι(personne) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαι(familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je pète un câble à essayer de finir tout ce travail. |
τρελαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαρκάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι μέλοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
στενεύωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La route devient plus étroite sur la montagne ; seules les petites voitures peuvent y accéder. Ο δρόμος στενεύει πάνω στο βουνό· μόνο μικρά αυτοκίνητα μπορούν να περάσουν. |
γίνομαι αλκαλικός(χημεία) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μεταμορφώνομαι σε νύμφηverbe intransitif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γίνομαι απότομος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
τυφλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La patiente est devenue aveugle après avoir fait une attaque. |
χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χλωμιάζω, κιτρινιάζω, πανιάζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζω οικολογικάverbe intransitif |
παθαίνω άνοια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαθαίνω(lac, trou) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le trou devenait plus profond vu que les ouvriers continuaient à creuser. Η τρύπα βάθαινε όσο οι εργάτες συνέχιζαν το σκάψιμο. |
πλουτίζω(αποκτώ πλούτη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est devenue riche en vendant des appartements. |
φαλακραίνω, καραφλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon frère est devenu chauve très jeune. |
τρελαίνομαι, παλαβώνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parfois il avait l'impression qu'il allait devenir fou. |
γίνομαι πικρόχολοςverbe intransitif (fig, personne) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γίνομαι φιλάσθενος
|
τα παίζω(familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι κοντάverbe intransitif (μεταφορικά) |
γίνομαι φίλος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι viral(Internet) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φουρτουνιάζω(mer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χλωμιάζω(visage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτός ελέγχου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
γίνομαι πιο ζεστός με κπlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il était froid au début mais devint chaleureux avec les invités par la suite. |
κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαι, παλαβώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je crois que je deviens fou : ce matin, j'ai retrouvé mes chaussures de course dans le frigo. |
κολλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chemin devient vers la fin. |
γίνομαι φιλικόςlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι φίλος με κπ, γίνομαι φίλη με κπ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) J'ai essayé de me lier d'amitié avec le nouveau dans notre chorale. |
δε χωράω, δε χωρώ(vêtement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon fils est devenu trop grand pour ses vêtements de bébé en quelques mois seulement. |
έχω στόφαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon prof dit que j'ai tout pour devenir un artiste à succès. |
αυξάνω την επιρροή μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les grandes compagnies sont devenues de plus en plus influentes au sein du gouvernement au fil des dernières décennies. |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια(changement de sujet : vêtement) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À cet âge, les vêtements ne vont rapidement plus aux enfants. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
εξελίσσομαι σεverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) S'il survit, un têtard devient une grenouille. |
πέφτω σε αχρηστίαverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Longtemps laissée à l'abandon, la maison était devenue vétuste. |
φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα
Quand il s'est mis à me demander de l'argent, ses vraies intentions sont apparues en pleine lumière. |
τρελαίνομαι από κτ(figuré : être très anxieux) (μεταφορικά) |
τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand mon père va apprendre que je ne suis pas rentré de la nuit, il va devenir fou. |
γίνομαι φίλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je trouve cela facile de se lier d'amitié avec de nouvelles personnes. Το βρίσκω εύκολο να πιάνω φιλίες με καινούργια άτομα. |
γίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι μέλος(με γενική ή σε κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γίνομαι ίσιος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Μετά από μίλια με κλειστές στροφές, ο δρόμος τελικά έγινε ίσιος. |
βγάζω κάλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοκκινίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του devenu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του devenu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.