Τι σημαίνει το developing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης developing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του developing στο Αγγλικά.
Η λέξη developing στο Αγγλικά σημαίνει που είναι στην ανάπτυξη, αναπτυσσόμενος, εμφάνιση, αναπτύσσω, προκύπτω, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσω, βελτιώνω, παρουσιάζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, εμφανίζω, εμφανίζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, δείχνω, αναπτυσσόμενη χώρα, αυξανόμενη απειλή, αναπτυσσόμενος κόσμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης developing
που είναι στην ανάπτυξηadjective (body: growing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Teenagers need a lot of food and sleep to nourish their developing bodies. |
αναπτυσσόμενοςadjective (economy, business: expanding) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The CEO of the developing business is working hard to break into new markets. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της αναπτυσσόμενης επιχείρησης δουλεύει σκληρά για να εισέλθει σε νέες αγορές. |
εμφάνισηnoun (photographic processing) (φωτογραφία, φιλμ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Developing is a useful skill to learn if you like photography. H εμφάνιση είναι μία χρήσιμη δεξιότητα που μπορείς να μάθεις, αν σου αρέσει η φωτογραφία. |
αναπτύσσωtransitive verb (improve: skills) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher helped students develop their creative writing skills. Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στη δημιουργική γραφή. |
προκύπτωintransitive verb (come into being) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trouble will develop if the crowd is not dispersed. Θα προκύψουν προβλήματα αν δεν διαλυθεί το πλήθος. |
αναπτύσσομαιintransitive verb (grow, mature) (από παιδί σε ενήλικα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many girls start to develop when they are 11 or 12. Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών. |
αναπτύσσομαιintransitive verb (country: grow economically) (οικονομικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) China continues to develop rapidly. Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. |
εξελίσσω, βελτιώνωtransitive verb (object, process: improve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He developed the computer programme to the level of sophistication it has today. Εξέλιξε το πρόγραμμα του υπολογιστή μέχρι το επίπεδο στο οποίο είναι σήμερα. |
παρουσιάζωtransitive verb (illness) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I developed a cold over the weekend. |
αναπτύσσωtransitive verb (construction) (ευρύτερη έννοια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They developed this whole area just in the last ten years. Ανέπτυξαν (or: έχτισαν) ολόκληρη την περιοχή τα τελευταία μόλις δέκα χρόνια. |
αναπτύσσωtransitive verb (create: object, process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She developed a new method for teaching foreign languages. Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών. |
εμφανίζωtransitive verb (film: process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digital cameras have no film that needs to be developed at a store. Οι ψηφιακές μηχανές δεν έχουν φιλμ που να πρέπει να εμφανιστεί σε κάποιο κατάστημα. |
εμφανίζωtransitive verb (problem: start having) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car developed a rattling noise. After the harsh winter, the paving developed a number of potholes. |
αναπτύσσωtransitive verb (musical theme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The composer developed the theme, with the woodwinds following the strings. |
αναπτύσσω, δείχνωtransitive verb (interest, liking: start to have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) During retirement she developed an interest in beekeeping. |
αναπτυσσόμενη χώραnoun (often plural (poor nation) |
αυξανόμενη απειλήnoun (potential danger that is growing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπτυσσόμενος κόσμοςnoun (Third World: poor countries) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του developing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του developing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.