Τι σημαίνει το depresión στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης depresión στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του depresión στο ισπανικά.
Η λέξη depresión στο ισπανικά σημαίνει κατάθλιψη, ύφεση, λάκκος, χαμηλό βαρομετρικό, κακή διάθεση, μελαγχολία, δυσθυμία, κακοκεφιά, κοίλωμα, καθίζηση, χειρότερο σημείο, αυλώνας, ακεφιά, μελαγχολία, ύφεση, κοιλιά, καταβόθρα, η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, λεκάνη, νευρικός κλονισμός, η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30, καταθλιπτική διαταραχή, μονοπολική διαταραχή, κλινική κατάθλιψη, δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό, επιλόχεια κατάθλιψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης depresión
κατάθλιψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvo una larga depresión después de que sus padres murieran. Μετά τον θάνατο των γονιών της έπεσε σε κατάθλιψη για πολύ καιρό. |
ύφεση(economía) (οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El gobierno insiste en que estas medidas drásticas evitarán la depresión. Η κυβέρνηση επιμένει πως τα δραστικά αυτά οικονομικά μέτρα θα αποτρέψουν την ύφεση. |
λάκκος(geografía) (σχετικά μικρό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La depresión fue formada hace millones de años por un lago. Το κοίλωμα δημιουργήθηκε εκατομμύρια χρόνια πριν, από μία λίμνη. |
χαμηλό βαρομετρικό(zona de baja presión atmosférica) (καιρός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Una depresión es un área de baja presión atmosférica. Το χαμηλό βαρομετρικό είναι μια περιοχή με χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση. |
κακή διάθεση
|
μελαγχολίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δυσθυμία, κακοκεφιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me di cuenta de que tenía depresión por su mirada. Φαινόταν από την έκφραση στο πρόσωπό του πως ένιωθε κακοκεφιά. Προσπαθώ να μην αφήνω την κακοκεφιά μου να επηρεάζει τους άλλους. |
κοίλωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El suelo oceánico se inclina en una depresión. Ο πυθμένας της θάλασσας παίρνει κλίση και γίνεται κοίλωμα. |
καθίζησηnombre femenino (geografía) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se produjo una depresión en la pared del acantilado a causa de las lluvias torrenciales de anoche. Η πλαγιά του λόφου υπέστη μια καθίζηση μετά από τις βαριές βροχές χτες βράδυ. |
χειρότερο σημείοnombre femenino Los economistas creen que ya pasamos la depresión de la recesión. |
αυλώνας(επίσημο: χαμηλών πιέσεων) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El hombre del pronóstico pronostica una depresión de baja presión sobre el país para los próximos días. |
ακεφιά, μελαγχολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brett ha sentido abatimiento desde que su equipo favorito perdió el campeonato. |
ύφεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La economía del país está en estancamiento, pero debería mejorar cuando cambie la estación. |
κοιλιά(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se produjo una caída en la compraventa de viviendas después de la crisis financiera. Ο κατασκευαστικός τομέας έκανε κοιλιά μετά την κατάρρευση της οικονομίας. |
καταβόθρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El río subterráneo originó varias dolinas en esta tierra. |
η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929nombre propio femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Muchos de los que crecieron durante la Gran Depresión son muy frugales. |
λεκάνη(vulcanología) (για μεγάλου μεγέθους κοίλωμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El cráter de un volcán extinto se llama caldera. Η λεκάνη, ή κρατήρας, ενός ανενεργού ηφαιστείου ονομάζεται καλντέρα. |
νευρικός κλονισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sufrió una depresión nerviosa después de la muerte de su hijo. |
η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30nombre propio femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No hemos visto esta clase de desconcierto desde la Gran Depresión. Δεν έχουμε δει τέτοιου είδους οικονομική αναταραχή από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30. Οι παππούδες μου ήταν παιδιά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. |
καταθλιπτική διαταραχή, μονοπολική διαταραχήnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No se le da la importancia debida al desorden de depresión. |
κλινική κατάθλιψηlocución nominal femenina |
δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό(σε νέες μητέρες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιλόχεια κατάθλιψη
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του depresión στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του depresión
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.