Τι σημαίνει το culture στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης culture στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του culture στο Αγγλικά.
Η λέξη culture στο Αγγλικά σημαίνει κουλτούρα, πολιτισμός, καλλιέργεια, καλλιέργεια, καλλιέργεια, καλλιεργώ, καλλιεργώ, cancel culture, πολιτισμική ετερότητα, πολιτισμική διαφορά, επιχειρηματική νοοτροπία, αντικουλτούρα, αντικουλτούρα, αντικονφορμιστικός, μέσο καλλιέργειας, πολιτισμικό σοκ, λάτρης των τεχνών, πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών, υψηλή τέχνη, μαζική κουλτούρα, ποπ κουλτούρα, καλλιέργεια μεταξιού, αρχική καλλιέργεια, καλλιέργεια εκκίνησης, καλλιέργεια ιστών, δυτική κουλτούρα, νεανική κουλτούρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης culture
κουλτούραnoun (values, customs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The culture in many parts of the country is quite conservative. Η κουλτούρα σε πολλά σημεία της χώρας είναι πολύ συντηρητική. |
πολιτισμόςnoun (intellectual, artistic creations) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The culture of this city has attracted tourists for hundreds of years. Ο πολιτισμός της πόλης προσελκύει επισκέπτες εδώ και εκατοντάδες χρόνια. |
καλλιέργειαnoun (people: aesthetic awareness) (πνευματική, πολιτιστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The level of culture is quite high in many European cities. |
καλλιέργειαnoun (of plants and animals) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The culture of this plant requires a lot of attention, so it's not a good option for busy farmers. |
καλλιέργειαnoun (biology) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bacteria were put in a culture for the biologist to identify. |
καλλιεργώtransitive verb (biology) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The biologist cultured the bacteria in a Petri dish. |
καλλιεργώtransitive verb (cultivate, farm) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
cancel culturenoun (boycotting [sb] for controversial views) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πολιτισμική ετερότητα, πολιτισμική διαφοράnoun (cultural difference) |
επιχειρηματική νοοτροπία(company philosophy) |
αντικουλτούραnoun (nonconformism: social, political) (στην πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It doesn't take long for the counterculture to become the mainstream culture. Δε χρειάζεται πολύ για να γίνει η αντικουλτούρα η κυρίαρχη κουλτούρα. |
αντικουλτούραnoun (dated (lifestyle: non-conventional) (για τρόπο ζωής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντικονφορμιστικόςnoun as adjective (hippie, nonconformist) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken Kesey was a major figure in the counterculture movement of the 1960s. Ο Κεν Κέισι ήταν μεγάλη μορφή στην αντικομφορμιστική κίνηση της δεκαετίας του 1960. |
μέσο καλλιέργειαςnoun (bacteriology) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πολιτισμικό σοκnoun (anxiety in an unfamiliar culture) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Moving from Chicago to a rural Mexican village was a real culture shock. |
λάτρης των τεχνών(pretentious person) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχώνnoun (US (conflict of values) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
υψηλή τέχνηnoun (highbrow artforms) One does not expect the masses to appreciate high culture. |
μαζική κουλτούραnoun (group ideas and morals) |
ποπ κουλτούραnoun (abbr (popular culture) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The Beatles were icons of pop culture in the 1960s. |
καλλιέργεια μεταξιούnoun (cultivation of silk worms) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρχική καλλιέργεια, καλλιέργεια εκκίνησηςnoun (bacteria for fermenting yoghurt) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καλλιέργεια ιστώνnoun (cultivation of cells in a laboratory) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δυτική κουλτούραnoun (European and US civilization) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νεανική κουλτούραnoun (teens' interests, behaviour) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του culture στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του culture
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.