Τι σημαίνει το contact στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contact στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contact στο Αγγλικά.
Η λέξη contact στο Αγγλικά σημαίνει επαφή, επαφή, επικοινωνία, σχέση, επαφή, επικοινωνία, επαφή, γνωριμία, φακοί επαφής, επικοινωνώ, επαφής, επαφή, μιλάω με κπ, συνδέομαι με κπ/κτ, έρχομαι σε επαφή με κτ, εκτίθεμαι σε κάτι, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, δερματίτιδα εξ επαφής, στοιχεία επικοινωνίας, στοιχεία επικοινωνίας, φακός επαφής, άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία, τηλέφωνο επικοινωνίας, άθλημα επαφής, ιχνηλάτηση επαφών, οπτική επαφή, έρχομαι σε επαφή με, κρατάω επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, έρχομαι σε επαφή με κπ, κοιτάω στα μάτια, φυσική επαφή, σωματική επαφή, αρμόδιος για επικοινωνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contact
επαφήnoun (touch) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Contact with wet paint can ruin your clothes. Η επαφή με βρεγμένη μπογιά θα χαλάσει τα ρούχα σου. |
επαφή, επικοινωνία, σχέσηnoun (social interaction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Does he have any contact with the Mexican community? Έχει καμία επαφή με την μεξικανική κοινότητα; |
επαφή, επικοινωνίαnoun (communications) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Yes, we were friends, but we have lost contact in the last few years. Ναι, ήμασταν φίλοι, αλλά έχουμε χάσει επαφή τα τελευταία χρόνια. |
επαφή, γνωριμίαnoun (often plural ([sb] known) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a contact in that company if you need any help. Έχω μέσον σε εκείνη την εταιρία, αν χρειαστείς βοήθεια. |
φακοί επαφήςplural noun (informal, abbreviation (contact lenses) Bree has striking eyes, but the truth is that she wears green contacts. Η Μπρη έχει εντυπωσιακά μάτια, η αλήθεια είναι όμως πως φοράει πράσινους φακούς επαφής. |
επικοινωνώtransitive verb (get in touch with) (με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should contact your doctor if you get a high fever. Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου. |
επαφήςadjective (requiring contact for effect) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Contact paper is sticky on both sides. |
επαφήnoun (part of electrical circuit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The electrical contacts must touch to complete the circuit. |
μιλάω με κπverbal expression (be communicating) Do you know how Steve's doing these days? Are you two still in contact? |
συνδέομαι με κπ/κτverbal expression (communicate with) The man suspected of the bombing attack had been in contact with a foreign terrorist organization. |
έρχομαι σε επαφή με κτverbal expression (touch) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I develop a rash if my skin is in contact with nickel for too long. |
εκτίθεμαι σε κάτιverbal expression (be exposed to: [sth] harmful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I phoned the doctor as soon as I found out I had come in contact with someone who had Swine Flu. Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
γνωρίζω, συναντώ κάποιονverbal expression (meet: [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δερματίτιδα εξ επαφήςnoun (allergic skin condition) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Poison ivy, poison oak and sumac can all cause contact dermatitis. |
στοιχεία επικοινωνίαςplural noun (name and address, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Please include all your contact details on your cover letter. |
στοιχεία επικοινωνίαςnoun (name, address, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I gave my contact information when I left a message with the secretary. Έδωσα τα στοιχεία επικοινωνίας μου όταν άφησα το μήνυμά μου στη γραμματεία. |
φακός επαφήςnoun (usually plural (corrective lenses worn in the eyes) (συχνά πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Marc is wearing glasses today because he lost a contact lens. |
άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνίαnoun (name of [sb] to be contacted) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τηλέφωνο επικοινωνίαςnoun (phone number) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Please leave your contact number so that we can contact you as soon as possible. |
άθλημα επαφήςnoun (sport: with physical contact) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Rugby and football are high-contact sports. |
ιχνηλάτηση επαφώνnoun (identifying those exposed to [sb] contagious) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οπτική επαφήnoun (looking into [sb]'s eyes) Eye contact is important when communicating with others. Η οπτική επαφή είναι σημαντική στην επικοινωνία με τους άλλους. |
έρχομαι σε επαφή μεtransitive verb (get in touch with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can get in contact with us at the address above. |
κρατάω επαφήverbal expression (stay in touch) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My uncle and I stayed in contact after he moved to Australia. |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφήverbal expression (stay in touch with [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) New technologies make it easy to keep in contact with your customers. I'm sorry you have to leave but please keep in contact. |
έρχομαι σε επαφή με κπverbal expression (contact, communicate with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Perhaps one day aliens will make contact with the Earth. |
κοιτάω στα μάτιαverbal expression (look directly into [sb]'s eyes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) People who are lying often avoid making eye contact. |
φυσική επαφή, σωματική επαφήnoun (touch) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A person with telekinetic powers can move an object without ever making physical contact with it. |
αρμόδιος για επικοινωνίαnoun (person, department) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contact στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του contact
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.