Τι σημαίνει το círculo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης círculo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του círculo στο ισπανικά.

Η λέξη círculo στο ισπανικά σημαίνει κυκλικός, εγκύκλιος, κυκλικός, στρογγυλός, κυκλοφορώ, ρέω, τραβάω το δρόμο μου, που κυκλοφορεί, με στριφογυριστή γροθιά, κυκλοφορώ, προχωράω αργά, συζητιέμαι, στρογγυλός, υπόμνημα, σημείωμα, υπόμνημα, σημείωμα, διαδίδω, κυλάω, κινούμαι, κυκλοφορώ, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, ενημερωτικό δελτίο, κυκλοφορώ, έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο, κύκλος, κύκλος, κυκλικό αντικείμενο διακόσμησης, δακτύλιος, κύκλος, κύκλος, κύκλος, γύρος, κοινότητα, αρένα, κυκλικός, κυλινδρικός, στέλνω, κυκλικό οίκημα, δισκοπρίονο, κυκλικό πριόνι, στρογγυλή πλατεία, περιστροφική κίνηση, σπέρνω φήμη, διαδίδω φήμη, κίνηση, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης círculo

κυκλικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los bailarines se mueven en un patrón circular.

εγκύκλιος

nombre femenino (periódico) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La circular de este mes llegó tarde debido a las vacaciones.

κυκλικός, στρογγυλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay unos canteros redondos en frente de la casa.
Υπάρχουν κυκλικά (or: στρογγυλά) παρτέρια λουλουδιών μπροστά από το σπίτι.

κυκλοφορώ, ρέω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debido a una afección médica, la sangre de Dana no circula adecuadamente.

τραβάω το δρόμο μου

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El oficial le dijo a los chicos que circulen.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

που κυκλοφορεί

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los rumores circulaban por doquier.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κυκλοφορούν φήμες ότι μπορεί να φύγεις από την εταιρεία.

με στριφογυριστή γροθιά

adjetivo de una sola terminación (golpe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυκλοφορώ

(información)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha estado circulando un rumor despreciable por el pueblo.

προχωράω αργά

(sin prisa y sin pausa)

El tren circuló por la estación. El tráfico era denso y los autos apenas circulaban.

συζητιέμαι

(idea) (για ιδέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρογγυλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Casi todas las monedas son redondas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σχεδόν όλα τα νομίσματα έχουν κυκλικό σχήμα.

υπόμνημα, σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me dejó una nota en el escritorio para que la llamara.
Άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο μου για να την καλέσω.

υπόμνημα, σημείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La secretaria hizo circular un memorándum detallando los cambios.
Η γραμματέας κυκλοφόρησε ένα υπόμνημα όπου αναφέρονταν λεπτομερώς οι αλλαγές.

διαδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se rumorea que tiene una moral suelta.

κυλάω

(vehículo) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El automóvil anduvo a lo largo de la calle.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

κινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El tren iba a la velocidad máxima.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

κυκλοφορώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Corre el rumor de que estás engañando a Tim.
Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ.

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με το χέρι πάνω από τον ώμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενημερωτικό δελτίο

Dan se suscribió sin querer al boletín informativo del club.

κυκλοφορώ

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hay un terrible virus de la gripe dando vueltas.
Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.

έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay servicio de autobús todos los días excepto el domingo.

κύκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El papel pintado tenía grandes círculos naranjas.
Η ταπετσαρία είχε μεγάλους πορτοκαλί κύκλους.

κύκλος

(μτφ: φίλοι, γνωστοί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi círculo es un grupo muy unido.
Ο κύκλος μου είναι μια πολύ δεμένη ομάδα.

κυκλικό αντικείμενο διακόσμησης

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δακτύλιος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un círculo de vides rodeaban al árbol.
Πάνω στο τραπεζομάντιλο υπήρχε ένας κυκλικός λεκές από καφέ.

κύκλος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los bailarines formaron un círculo.

κύκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En algunos círculos, se rumorea que el primer ministro va a renunciar.

κύκλος, γύρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben dio una vuelta alrededor del edificio.
Ο Μπεν έκανε έναν κύκλο γύρω από το κτίριο.

κοινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se unieron a la sociedad de artistas que vivía en la comuna.

αρένα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los dos perros estaban en la arena, sostenidos por sus dos dueños antes de la pelea.

κυκλικός, κυλινδρικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El castillo tiene una torre de base circular en cada una de sus cuatro esquinas.
Το κάστρο έχει έναν κυλινδρικό πύργο σε καθεμία από τις τέσσερις γωνίες του.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυκλικό οίκημα

δισκοπρίονο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sally cortó la madera con una sierra circular.

κυκλικό πριόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρογγυλή πλατεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιστροφική κίνηση

σπέρνω φήμη, διαδίδω φήμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φημολογείται (Or: λέγεται) πως θα παραιτηθεί ο πρωθυπουργός της χώρας.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con un movimiento circular de la mano, el mosquetero llevó su espada a la garganta de su enemigo.
Με μια σαρωτική κίνηση του χεριού του ο μουσκετοφόρος έφερε το ξίφος του στον λαιμό του εχθρού του.

κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά

James circulaba a una velocidad constante de 60 kilómetros por hora.
Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του círculo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.