Τι σημαίνει το campo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης campo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του campo στο ισπανικά.

Η λέξη campo στο ισπανικά σημαίνει χωράφι, γήπεδο, λιβάδι, τομέας, τομέας, πεδίο, πεδίο, πεδίο, εξοχή, λιβάδι, απομακρυσμένη περιοχή, τομέας, ύπαιθρος, γήπεδο, τομέας, κλάδος, τομέας, γωνιά, φωλιά, στοιχείο, γήπεδο, διαμάντι, τομέας, τομέας, κλάδος, πεδίο, τομέας, κλάδος, ύπαιθρος, επαρχία, γη, μάντρα, το στοιχείο, χώρος, ενδοχώρα, γήπεδο ποδοσφαίρου, επαρχία, σφαίρα, αλσύλλιο για ξύλευση, τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας, στρατόπεδο συγκέντρωσης, που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά, γήπεδο, πεδίο μάχης, εξοχικό σπίτι, πικνίκ, πικ νικ, νεκροταφείο, κοιμητήριο, έπαυλη, βίλα, ορυζώνας, διάδρομος προσγείωσης, διάδρομος απογείωσης, γήπεδο, στίβος, ορυζώνας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επαρχιώτης, χωρικός, αγροίκος, άξεστος, ακαλλιέργητος, πορεία, της υπαίθρου, της εξοχής, του χωριού, ελευθέρας βοσκής, επικίνδυνος, επίφοβος, ανώμαλος, επαρχιώτικος, χωριάτικος, μεγαλωμένος στην επαρχία, στρατόπεδο προσφύγων, γήπεδο μπέιζμπολ, εργασία πεδίου, ναρκοπέδιο, πεδίο μάχης, πεδίο μάχης, χωράφι με καλαμπόκι, καλλιεργήσιμη γη, επιτόπιος ερευνητής, ζωή στο χωριό, έκταση χιονιού, κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, χώρος εξάσκησης, στρατόπεδο εργασίας, στίβος, γήπεδο μπέιζμπολ, πεδίο μάχης, στρατόπεδο συγκέντρωσης, χωριάτης, βλάχος, γήπεδο κρίκετ, βάθος διείσδυσης πεδίου, οπτικό πεδίο, σκοπευτήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης campo

χωράφι

(γεωργία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vio un campo cubierto de maíz.
Είδε ένα χωράφι γεμάτο καλαμπόκια.

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los jugadores salieron al campo de rugby.
Οι παίκτες έτρεξαν στο γήπεδο του ράγκμπυ.

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los perros jugaban en el campo que está al lado de la casa.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella es experta en su campo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το αντικείμενο δεν βρίσκεται στο πεδίο γνώσεων μου.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El campo de la lingüística aplicada siempre me ha interesado.

πεδίο

(petróleo, gas) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un campo de petróleo diez millas al oeste de aquí.

πεδίο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eso produce un campo magnético intenso.

πεδίο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los campos que debe completar están marcados con un asterisco.

εξοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Frances prefería la tranquilidad del campo al bullicio de la ciudad.
Η Φράνσις προτιμούσε την ησυχία της εξοχής από τη βοή της πόλης.

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El granjero dejó que el ganado pastara en el campo.
Ο αγρότης άφησε τα ζώα να βοσκήσουν στο λιβάδι.

απομακρυσμένη περιοχή

(μακριά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τομέας

(γνώσεων ή ενδιαφερόντων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ύπαιθρος

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra familia se mudó del campo a la ciudad.
Η οικογένεια μου μετακόμισε από την εξοχή στην πόλη.

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El fútbol se juega en un campo de hierba.
Το ποδόσφαιρο παίζεται σε γήπεδο με γρασίδι.

τομέας, κλάδος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El investigador trabaja en el campo del existencialismo francés.
Ο ερευνητής εργάζεται στον τομέα του Γαλλικού υπαρξισμού.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El campo de Ned es la astrofísica.
Ο τομέας του Νεντ είναι η αστροφυσική.

γωνιά, φωλιά

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cuidado de bebés es el campo de Jennifer; a menudo le piden que escriba artículos sobre el tema.

στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γήπεδο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Solíamos jugar fútbol en el viejo campo de deportes de la escuela.
Συνηθίζαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο στο γήπεδο του παλιού σχολείου.

διαμάντι

(béisbol) (σε γήπεδο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los jugadores caminaron dentro del campo.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Soy abogado, pero la legislación civil no es mi campo.

τομέας, κλάδος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estudia el campo de las lenguas Indo-Europeas.

πεδίο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dentro del escondite, él tenía un campo de visión limitado.
Μέσα από την κρυψώνα είχε περιορισμένο οπτικό πεδίο.

τομέας, κλάδος

(actividad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los académicos solían quedarse en sus propios campo, pero ahora muchos tienen un enfoque interdisciplinario.

ύπαιθρος, επαρχία

nombre masculino (μτφ: σύνολο κατοίκων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El partido perdió el apoyo del campo y fue derrotado en las siguientes elecciones.

γη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juan nació y creció en una granja, es un verdadero hombre de campo.

μάντρα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El peón caminó por el campo hacia los establos.

το στοιχείο

nombre masculino (μεταφορικά)

χώρος

(de un evento)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En este lugar se hacen conciertos y obras de teatro.
Σε αυτόν τον χώρο διοργανώνονται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.

ενδοχώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La familia Johnson se mudó de Sydney al interior el año pasado.

γήπεδο ποδοσφαίρου

(de fútbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cancha de fútbol estaba inundada, así que tuvimos que posponer el partido.
Το γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν γεμάτο νερό και έτσι ο αγώνας έπρεπε να αναβληθεί. Το πλοίο είναι τόσο μακρύ όσο τέσσερα γήπεδα ποδοσφαίρου.

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
William sufrió el choque cultural cuando se mudó a las provincias.
Ο Ουίλλιαμ υπέστη πολιτιστικό σοκ όταν μετακόμισε στην επαρχία.

σφαίρα

(de influencia) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La existencia de vida en otros planetas está en la esfera de las posibilidades.

αλσύλλιο για ξύλευση

(con árboles)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La mayor parte de la tierra estaba pelada para la siembra, pero todavía había tierra con árboles para proveer leña para el invierno.

τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los oficiales de policía tienen que lidiar con el peligro regularmente en su línea de trabajo.

στρατόπεδο συγκέντρωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los prisioneros políticos fueron enviados a campos de prisioneros.

που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella es una de nuestros agentes de campo.
Είναι μια από τους εκπροσώπους μας που εργάζονται εξωτερικά.

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Prefiero los eventos de campo a los eventos de pista.

πεδίο μάχης

(επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Siempre estaba con sus tropas en el campo de batalla.

εξοχικό σπίτι

(στην εξοχή)

Ese verano, Jordan vivió en una cabaña junto al lago.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Τζόρνταν έμεινε σε μια αγροικία δίπλα στη λίμνη.

πικνίκ, πικ νικ

(voz inglesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hace un precioso día soleado, así que vamos a ir de picnic.

νεκροταφείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los residentes locales se quejan de que el cementerio atrae a los vándalos.
Οι κάτοικοι της περιοχής παραπονούνται πως το νεκροταφείο προσελκύει βανδάλους.

κοιμητήριο

(ανθρώπων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tres generaciones de la familia están enterradas en el cementerio de la iglesia.
Τρεις γενιές της οικογένειας είναι θαμμένες στο κοιμητήριο της εκκλησίας.

έπαυλη, βίλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La villa se alzaba rodeada de varios acres de jardines.

ορυζώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάδρομος προσγείωσης, διάδρομος απογείωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños usan la cancha para jugar fútbol, rugby y hockey.

στίβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Talia es buena en casi todos los deportes, pero sobresale en atletismo.

ορυζώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(voz inglesa)

επαρχιώτης, χωρικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carlos es un campesino que no entiende los ritmos de la gran ciudad.

αγροίκος, άξεστος, ακαλλιέργητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marcha campo a través duró varios días.
Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες.

της υπαίθρου, της εξοχής, του χωριού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nos estamos acostumbrando a la vida rural después de habernos mudado al pueblo.

ελευθέρας βοσκής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A los pollos de campo no los mantienen en jaulas pequeñas.

επικίνδυνος, επίφοβος

locución nominal masculina (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu estrategia tiene el potencial de hacernos ganar mucho, pero también es un campo minado.

ανώμαλος

(μεταφορικά: δρόμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las carreras a campo traviesa se dejaron de hacer en los Juegos Olímpicos de 1924.

επαρχιώτικος, χωριάτικος

locución adjetiva (peyorativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλωμένος στην επαρχία

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατόπεδο προσφύγων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La gente fue al campo de refugiados huyendo de la guerra.

γήπεδο μπέιζμπολ

(PR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το γήπεδο του μπέιζμπολ χρησιμοποιείται το καλοκαίρι από ερασιτεχνικές ομάδες.

εργασία πεδίου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El doctor Mills está fuera de su consulta haciendo trabajo de campo.

ναρκοπέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Perdió su pierna en la guerra, cuando su pelotón se desvió hacia un campo minado.
Έχασε το πόδι του στον πόλεμο, όταν η διμοιρία του έπεσε σε ναρκοπέδιο.

πεδίο μάχης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πεδίο μάχης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χωράφι με καλαμπόκι

(maíz)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιεργήσιμη γη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιτόπιος ερευνητής

ζωή στο χωριό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκταση χιονιού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων

(militar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Carlos se graduó con honores en el campo de entrenamiento básico.
Ο Τσαρλς αποφοίτησε από το κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στη Ναυτική Βάση Γκρέιτ Λέικς λαμβάνοντας έπαινο.

χώρος εξάσκησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony estaba practicando su swing de golf en el campo de práctica.

στρατόπεδο εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El gobierno envió a Maisky a un campo de trabajos forzados en Siberia.

στίβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El campo de atletismo sufrió daños ocasionados por la lluvia.

γήπεδο μπέιζμπολ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεδίο μάχης

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρατόπεδο συγκέντρωσης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dachau fue uno de los mayores campos de concentración de la Segunda Guerra Mundial.

χωριάτης, βλάχος

locución nominal masculina (MX) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γήπεδο κρίκετ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάθος διείσδυσης πεδίου

(fotografía) (φυσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fijé el diafragma de la cámara para obtener la máxima profundidad de campo.

οπτικό πεδίο

σκοπευτήριο

locución nominal masculina (ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puedes practicar tiro en el campo de tiro.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του campo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.