Τι σημαίνει το cair στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cair στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cair στο πορτογαλικά.
Η λέξη cair στο πορτογαλικά σημαίνει πέφτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, τραυματίζομαι, πέφτω, πέφτω, εμπίπτω, πέφτω, κατρακυλάω, κατρακυλώ, πέφτω, σκορπίζομαι, πέφτω, κατρακυλώ, καταρρέω, πέφτω, κατρακυλώ, πέφτω, την πατάω, πέφτω από κτ, πέφτω προς τα κάτω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, κάνω βουτιά, πέφτω, κυλάω, σωριάζομαι, πέφτω, χτυπάω, χτυπώ, προσγειώνομαι, εφαρμόζω, κόβομαι, πέφτω, μειώνομαι, πέφτω, πέφτω, βυθίζομαι σε κτ, πέφτω σε κτ, παύω να λειτουργώ, πέφτω, κατρακυλάω, κατρακυλώ, γέρνω, καταρρέω, σωριάζομαι, ανατρέπομαι, πέφτω, πέφτω, κυλώ, πέφτω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μπερδεύω, πέφτω, βυθίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κπ, μειώνομαι, -, πέφτω, πέφτω, το σηκώνω, πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα, είμαι ξαπλωμένος, κωλώνω, ακυρώνω, φεύγω, κοιμάμαι, αποτυγχάνω, ταιριάζω σε κπ, ανατρέπω, γκρεμίζω, ταιριάζω, την κάνω, κάνω βουτιά, με παίρνει ο ύπνος, πιστεύω, επιπλήττω, το βράδυ, το σούρουπο, ποτό, σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, τα θαλασσώνω, γίνομαι δεκτός με χαρά, πλακώνομαι, πλακώνομαι με κπ, ξεσπάω σε γέλια, ξεσπάω σε κλάματα, πέφτω στο έδαφος, πέφτω με το κεφάλι, φεύγω, βρέχει καρεκλοπόδαρα, συνέρχομαι γρήγορα, πέφτω σε δυσμένεια, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου, ξεκαρδίζομαι, θέλω να φύγω, μένω στον τόπο, καταρρέω, πέφτω μέσα σε, πέφτω κάτω από, ξεχύνομαι, εγκαταλείπω, παρατώ, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα, πέφτω καταρρακτωδώς, πέφτω με ένταση, βρέχει καρεκλοπόδαρα, επιπλήττω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cair
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu caí da escada ontem. Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A demanda para esse produto caiu recentemente. Η ζήτηση για αυτό το προϊόν μειώθηκε (or: ελαττώθηκε) πρόσφατα. |
πέφτω(ruir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O telhado caiu com o peso da neve. Η οροφή κατέρρευσε υπό το βάρος του χιονιού. |
πέφτω(morrer) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele sucumbiu na batalha, morrendo como herói. Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας. |
τραυματίζομαι(ferido) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O soldado caiu e foi tratado por médicos. Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As temperaturas vão cair abaixo do ponto de congelamento amanhã. Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O governo caiu, seguindo-se um escândalo. Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο. |
εμπίπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O pedido deles enquadra-se no escopo de nosso projeto. Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας. |
πέφτω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O olhar dela caiu sobre a carta que eu estava escrevendo. Το βλέμμα της έπεσε στο γράμμα που έγραφα. |
κατρακυλάω, κατρακυλώ(financeiro) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um dos botões do casaco de Chloe caiu. Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε. |
σκορπίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω, κατρακυλώ(informal, sair) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταρρέω, πέφτω(κτίσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A parede de tijolos caiu. Ο τούβλινος τοίχος έπεσε. |
κατρακυλώ, πέφτω(preços, vendas: cair rapidamente) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
την πατάω(deixar-se enganar por) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O investimento prometia altos retornos e eu me caí nele. Το επενδυτικό σχέδιο υποσχόταν τεράστιες αποδόσεις και την πάτησα. |
πέφτω από κτ
O quadro tinha caído da parede. Η φωτογραφία είχε πέσει από τον τοίχο. |
πέφτω προς τα κάτωverto intransitivo (ranking) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike caiu e machucou as costas. Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του. |
πέφτω(imperceptivelmente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A nota de $100 deve ter caído do meu bolso; não estou mais com ela. Το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων πρέπει να έπεσε από την τσέπη μου, δεν το έχω πια. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu celular caiu da minha bolsa enquanto eu estava correndo para o metrô. Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια. |
ελαττώνομαι, μειώνομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As vendas de carros caíram durante a recessão. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης. |
κάνω βουτιά(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os preços das ações da empresa caíram quando eles anunciaram uma queda nos lucros. Οι τιμές των μετοχών της εταιρείας έπεσαν όταν ανακοίνωσαν μια πτώση στα κέρδη. |
πέφτω, κυλάω(figurado) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peter caiu de volta em seu vício. Ο Πήτερ κύλησε ξανά στον εθισμό του. |
σωριάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela caiu no chão. Σωριάστηκε στο πάτωμα. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As ações caíram hoje. Η μετοχή έπεσε σήμερα. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo (raio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dizem que um raio nunca cai duas vezes no mesmo lugar. Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο. |
προσγειώνομαι(cair por terra) (πέφτω πάνω σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele saltou do ônibus e caiu na calçada. Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο. |
εφαρμόζω(roupa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aquele vestido cai muito bem em você. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
κόβομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A conexão de longa distância caiu. |
πέφτω(fig, mercado financeiro) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As más notícias farão o mercado financeiro cair. |
μειώνομαι(declinar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os preços podem cair um pouco depois da temporada turística. |
πέφτω(chuva) (υπό μορφή σταγόνας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A chuva começou a cair do céu. |
πέφτω(energia: desconectar por sobrecarga) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βυθίζομαι σε κτverbo transitivo (μεταφορικά) |
πέφτω σε κτ(figurado) (σε μια κατάσταση) Depois de perder o emprego, Susan caiu em profunda depressão. |
παύω να λειτουργώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A ligação caiu e ele teve que ligar novamente. |
πέφτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O ovo quebrou quando caiu no chão. |
κατρακυλάω, κατρακυλώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As temperaturas caíram rapidamente ao longo do dia. Οι θερμοκρασίες σημείωσαν καθοδική πορεία μέσα στην ημέρα. |
γέρνω, καταρρέω, σωριάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανατρέπομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν στοιβάξεις πάρα πολλά βιβλία σε αυτό το μικροσκοπικό γραφείο, τότε αυτό θα ανατραπεί. |
πέφτω(cair: preços, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O preço do gás caiu muito no mês passado. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ. |
πέφτω(finanças: ações) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os preços das ações caíram hoje à tarde. Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα. |
κυλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uma lágrima rolou pela bochecha da menina. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μειώνομαι, ελαττώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As vendas de computadores de mesa têm caído nos últimos anos porque a maioria das pessoas preferem laptops. Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Negativas duplas geralmente me enganam. Οι διπλές αρνήσεις συνήθως με μπερδεύουν. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A popularidade do presidente tem diminuído por meses. Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες. |
βυθίζομαι(sol) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Foi lindo ver o sol se pôr no horizonte. |
καταστρέφομαι μαζί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As vendas diminuíram muito depois da crise do crédito. Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης. |
-expressão verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ela caiu de cama. Αρρώστησε. |
πέφτωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A humanidade foi criada perfeita, mas depois caiu em desgraça. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχασε την υπόληψή του μετά την ανακάλυψη των εγκλημάτων του. |
πέφτω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu aniversário cai no sábado esse ano. Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου. |
το σηκώνωexpressão verbal (καθομ, μεταφορικά: για φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Comida picante não cai (or: faz) bem para mim. Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. |
πέφτω απότομα, πέφτω γρήγορα(BRA) O avião despencou no chão. Το αεροπλάνο έπεσε απότομα στη γη. |
είμαι ξαπλωμένος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κωλώνω(evitar o envolvimento de forma covarde) (αργκό, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακυρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοιμάμαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτυγχάνω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O sindicato convocou uma greve depois das negociações sobre os benefícios de aposentadoria fracassarem. Το συνδικάτο κήρυξε απεργία αφού απέτυχαν οι συνομιλίες για τα επιδόματα συνταξιοδότησης. |
ταιριάζω σε κπ
Não convém a uma mulher na sua posição agir desse jeito. Δεν είναι πρέπον για κάποιον με τη δική σου θέση να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. |
ανατρέπω, γκρεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O objetivo do boliche é derrubar o máximo de pinos possível. Στόχος του μπόουλινγκ είναι να ρίξεις κάτω όσο το δυνατόν περισσότερες κορίνες. |
ταιριάζω(figurativo: cor) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
την κάνω(gíria: sair de um lugar) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Essa festa está uma droga, vou vazar! |
κάνω βουτιά(ações, preço) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O preço das ações da companhia despencaram após a súbita saída do diretor. |
με παίρνει ο ύπνος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστεύω(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred é tão inocente, ele engole tudo que você diz para ele. |
επιπλήττω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το βράδυ, το σούρουποlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ποτόexpressão (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλιαlocução verbal (informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα θαλασσώνωexpressão (figurado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι δεκτός με χαράexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A notícia de um aumento nos lucros caiu bem com os investidores da empresa. Τα νέα της αύξησης των κερδών έγιναν δεκτά με χαρά από τους επενδυτές της εταιρείας. |
πλακώνομαι(informal) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O time de hóquei realmente caiu na porrada na noite passada. Alguns dos garotos foram para casa com menos dentes. Οι ομάδες χόκεϊ πλακώθηκαν για τα καλά χτες το βράδυ. Μερικά από τα παιδιά γύρισαν σπίτι με λιγότερα δόντια. |
πλακώνομαι με κπ(informal) (αργκό) |
ξεσπάω σε γέλιαlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσπάω σε κλάματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω στο έδαφοςlocução verbal (para proteger-se) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέφτω με το κεφάλι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alex caiu de cara na montanha. |
φεύγωexpressão verbal (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρέχει καρεκλοπόδαρα(chover fortemente) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνέρχομαι γρήγορα(voltar rapidamente ao normal) Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα. |
πέφτω σε δυσμένειαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γελάω κάτω από τα μουστάκια μουexpressão (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκαρδίζομαιexpressão (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θέλω να φύγωexpressão verbal (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω στον τόποexpressão (morrer subitamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω μέσα σεexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A jovem foi resgatada vários dias após ter caído em um poço sem tampa. Το νεαρό κορίτσι διασώθηκε αρκετές μέρες αφότου έπεσε μέσα σε ένα ανοιχτό πηγάδι. |
πέφτω κάτω απόverto intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εγκαταλείπω, παρατώ(BRA, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós estávamos planejando uma festa, mas quase todo mundo caiu fora. Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο(POB) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο μικρός αδελφός μου ήταν τόσο ενοχλητικός που του είπα να πάει στα τσακίδια. |
βγαίνω/κατεβαίνω από όχημαlocução verbal (informal: sair de um veículo) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω καταρρακτωδώς(chover muito) (βροχή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ελπίζω να πήρες ομπρέλα, βρέχει καρεκλοπόδαρα σήμερα. |
πέφτω με ένταση(cair pesada e copiosamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρέχει καρεκλοπόδαρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιπλήττωlocução verbal (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A professora caiu matando nele por suas faltas recorrentes. Η δασκάλα τον τιμώρησε επειδή απουσίαζε επανειλημμένα. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cair στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του cair
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.