Τι σημαίνει το braided στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης braided στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του braided στο Αγγλικά.

Η λέξη braided στο Αγγλικά σημαίνει σε πλεξίδα, σε πλεξούδα, πλεκτός, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεκτό κορδόνι, κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες, πλέκω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης braided

σε πλεξίδα, σε πλεξούδα

adjective (hair: woven in strips)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλεκτός

adjective (cord: twisted, plaited)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The keyboard I bought came with a braided cable.

πλεξίδα, πλεξούδα

noun (woven hairstyle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Melissa wears her hair in a thick braid.
Η Μελίσσα έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε χοντρή πλεξούδα.

πλεξίδα, πλεξούδα

plural noun (hairstyle: interwoven strands)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Laura wore her hair in braids when she was a little girl. A Hollywood star made braids popular for young women again.
Η Λώρα είχε τα μαλλιά της πιασμένα πλεξούδα όταν ήταν μικρή. Μια σταρ του Χόλυγουντ έκανε τις πλεξούδες δημοφιλείς και πάλι για τις νεαρές γυναίκες.

πλεξίδα, πλεξούδα

noun (plaited cord or rope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rope is a four-strand braid.
Το σχοινί είναι μια πλεξούδα από τέσσερις τούφες.

πλεκτό κορδόνι

noun (uncountable (decorative band)

The queen's silk dress was trimmed in gold braid.
Το μεταξωτό φόρεμα της βασίλισσας είχε χρυσό πλεκτό κορδόνι στην άκρη.

κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες

transitive verb (hair: put into plaits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maisy braids her hair before she jogs to keep it out of her face.
Η Μέιζι πλέκει τα μαλλιά της σε πλεξούδες πριν πάει για τρέξιμο για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της.

πλέκω

transitive verb (weave: a cord, rope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sailors braided the rope together.
Οι ναύτες έπλεξαν το σχοινί μαζί.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του braided στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.